Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

ΦΛΟΓΑ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ



 Γύρω από τη μαύρη λίμνη σύρθηκαν οι μνήμες 
 Εκεί που βασιλεύει η χρυσό-πορφυρή ματιά της
 Άνεμος -πιστός εραστής- γαληνεύει τα νερά της
 Μα πάνω τους είδωλα ξεφτίζουν και χάνονται

 Καρτέρι στήνει το βλέμμα , μα είναι μέρες δρίμες
 Τη μορφή της αποφεύγεις και τη λαβωματιά της
 Σαν σειρήνας κάλεσμα, ξεγελούν τα δάκρυά της
 Σε παγίδα αόρατη, οι σκέψεις σου τώρα πιάνονται

 Την παγερή της όψη σκεπάζει η μάσκα του πόνου
 Της ζωής σου ο μίτος, ξετυλίγεται μπροστά της
 Ραγίζουν οι φωνές βαθιά μέσα σου και ξεσπούν
 Μα πάντα -η Μοίρα- με το χρόνο θα ερωτοτροπεί

 Στης ψυχής το άβατο είν’ η αίθουσα του θρόνου
 Ουδείς-μηδέ κι εκείνη- πάτησε ποτέ τα σκαλιά της
 Της καρδιάς σου οι χτύποι εκεί μέσα κατοικούν
 Μια θύμηση -ανέγγιχτη- ρίχνει φλόγα στη σιωπή...




Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

ΠΑΡΕ ΜΟΡΦΗ



Λένε πως, στη χώρα εκείνη που κατοικείς
Γνέθεις το νήμα κι αερικό είσαι του χρόνου
Στο δάκρυ σε βάφτισαν μάγισσα του πόνου
Φως και σκοτάδι. Σαν λυτρώνεις κι αδικείς

Έχω δει τα πρόσωπά σου, μα δε σε γνωρίζω
Έχω νιώσει τα φιλιά σου, μα δεν νοσταλγώ
Πληγές γίνανε τα λόγια σου και τα τραγουδώ
Είσαι πάντα εκεί, μα τη μορφή σου δεν ορίζω

Κάλεσμα σου κάνω απόψε κι έλα εμπρός μου
Κι όλα εκείνα που κρατάς, εγώ να σου χαρίσω
Αγάπη κι Έρωτα, Χαρά και Λύπη να σε ντύσω
Κι όταν τα νιώσεις,φύγε σαν να ‘σαι εχθρός μου

Ίσως τότε να έβλεπες κι εσύ γιατί μες στη ζωή
Άλλοι νιώθουν πως, είσαι η σκιά που πλανάται
Ψυχρή και αδίστακτη, που στιγμή δεν λυπάται
Κι όμως, πρέπει έτσι κανείς να ‘χει μάθει να ζει

Κι άλλοι πολλοί θα είπαν πως, είσαι ευλογημένη
Αν με τα χρόνια, σε δρόμους ευτυχίας τους πας
Μα στ’αλήθεια δε ξέρω αν φτιάχνεις ή σκορπάς
Μα ούτε για ποιάν αιτία είσαι κι εσύ φτιαγμένη

Φανερώσου σε μιαν ευχή στερνή που θα κάνω
Δείξε τη μορφή σου κι ας είμαι εγώ κοινός θνητός
Φανερώσου κι έλα δείξε μου ποιος είν’ ο σκοπός
Και σε ποιαν έξαψη θεϊκή γεννήθηκες επάνω...



Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

PAIN vs LOVE



 Σ’αναζητώ στη σιωπή-εκείνη-που γεννήθηκε,
 σαν ακούμπησα στερνή, τα δυο σου χείλη...
 Ψιθυρίζω τ'όνομά σου και μ’αποκρίθηκε
 η Μοίρα-πως ξανά, τον πόνο θα μου στείλει...

 Πάνω στο είδωλο, ξάφνου χαράχτηκαν
 ξεχασμένα σημάδια της νιότης μου...
 Οι εμμονές και οι φόβοι, απαλλάχτηκαν
 από το βάρος της βεβαιότης μου...

 Τα δάκρυα, μιας ανάμνησης είναι οι αλυσίδες
 που θα σέρνω στο γαϊτανάκι των σκέψεων...
 Κι αν ποτέ σου- μέσα μου χάθηκες- θα είδες
 πως ο πόθος, είναι ο δήμιος των λέξεων...

 Τη στιγμή εκείνη, που ο χρόνος ηττάται,
 νέκταρ ηδονής που γέννα την αθανασία...
 Έρωτας. Αδάμαστος ορμή που δεν αιτιάται
 μα η Λήθη σε δικάζει για εσχάτη προδοσία...




Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

ΠΟΥ ΠΑΕΙ Η ΑΓΑΠΗ ΣΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙ



   Δες πως ραΐζουν οι καρδιές
   στο πέρασμά του χρόνου,
   αφουγκράσου τις κραυγές
   στο άγγιγμα του πόνου

   Ποιο θέλημα προστάζει
   βλέμματα να τρέχουν αίμα
   και τι είναι 'κείνο που αλλάζει
   την αλήθεια σ’ ένα ψέμα

   Και ποιας θλίψης είναι ορμή
   να κοπάσει μέσα η φωτιά,
   όταν θα φωλιάσει στο κορμί
   το μίσος που στάζει η ματιά

   Δες πως αδειάζουν οι ψυχές
   στη λύπη έχουν όλοι μερτικό,
   μα σαν τελειώνουν οι αντοχές
   η λήθη είναι πια το γιατρικό
 
   Ποιο όνειρο τράπηκε σε φυγή
   για τη χώρα που πίσω δε γυρνάς
   και ποια λογική θα σου εξηγεί
   πως ότι έζησες γρήγορα ξεχνάς

   Μα αν μια νέα πορεία στη ζωή                            
   στ’αδράχτι η Μοίρα θα υφάνει,
   ποιος άραγε ξέρει να μου πει
   που πάει η αγάπη σαν πεθάνει...


 
   

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΚΑΡΤΕΡΕΜΑ

  

     -Στης ψυχής το ημέρωμα
      Από το άδειο το κορμί της
      Θα ακούσεις τη φωνή της
      Λίγο πριν το φανέρωμα

      Να ξεδιψάσει τη φωτιά
      Να τρέξει πάλι λεύτερη
      Ζωή δεν έχει δεύτερη
      Δες την, πως σε κοίτα

      Ο χρόνος δεν την ορίζει
      Η λογική της, η καρδιά
      Σαν τελειώνει η βραδιά
      Μια λέξη σου ψιθυρίζει

      Δώσε της πέτρα και νερό
      Σύνορα δεν έχει η αγάπη
      Και στης μοίρας το κιτάπι
      Να γράψεις πόνο φανερό

      Να σωπάσει το καρτέρεμα
      Να γίνουν οι σιωπές, πνοές
      Να πάρουν φωτιά δυο ζωές
      Λίγο πριν το ξημέρωμα...


Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

ΨΊΘΥΡΟΙ



Ερωτευτήκαμε από την πρώτη στιγμή παράφορα.
“Τι πάμε να κάνουμε, είναι μια τρέλα” μου ψιθύριζες στα πρώτα μας φιλιά.
“Δεν με νοιάζει” σου απάντησα. Όταν το πάθος κυλά στις φλέβες, παραδίνεσαι έτσι απλά.
Το βράδυ που κάναμε έρωτα για πρώτη φορά, συνεπαρμένοι και οι δύο, κοιταχτήκαμε για κάμποση ώρα σιωπηλοί.
“Όταν τελειώσουν οι μέρες και φύγω πως θα αντέξουμε; O χειμώνας και η απόσταση θα μας λυγίσουν” μου είπες. Ήταν και η μοναδική φόρα που πήρα το βλέμμα μου από εσένα.
“Θα το παλέψουμε γιατί είναι δυνατό αυτό που υπάρχει μεταξύ μας” σου απάντησα, μα μέσα μου έτρεμα αυτό που θα ερχόταν.
Την τελευταία μέρα πριν φύγεις κλαίγαμε και οι δυο σαν μικρά παιδιά.
“Να θυμάσαι ότι σ’αγαπώ πολύ. Δεν ξέρω τι άλλο να σου πω”.
“Θα μου λείψεις μικρή μου. Θα σε περιμένω” .
 Πάνε 4 μήνες από τότε. Στο νησί ο χειμώνας είναι εκνευριστικά μελαγχολικός. Τις μέρες τις “πάλευα” κυρίως με τη δουλειά. Τις νύχτες κατάφερνα να τις “δελεάζω” διαφορετικά. Τα τηλεφωνήματά σου αραίωσαν τον τελευταίο καιρό. Ήσουν βυθισμένη στα βιβλία σου. Κι απόψε έτσι όπως καθόμουν στο μικρό μου μπαλκόνι και η ματιά μου αντάμωνε τη θάλασσα, είχα τόσο ανάγκη να σ’ ακούσω. Έκλεισα τα μάτια μου και σε έφερα κοντά μου. Όπως ήσουν, όπως θα ήθελα να ήσουν. Άρχισε να βρέχει και το κρύο ανυπόφορο. Ο βοριάς χτυπούσε το πρόσωπό μου επιτακτικά και επίμονα. Μα τη στιγμή αυτή, δε θα τη χαλούσε τίποτα.
“Είμαι εδώ για σένα. Κράτα λίγο ακόμη”.
“Σε σκέφτομαι συνέχεια. Μη μου πέφτεις”.
“Είναι πολύ δύσκολο να μη σε βλέπω”.
“Μου λείπει το φιλί μας”.
“Θέλω να κάνουμε έρωτα όπως την πρώτη μας φορά”.
“Είμαι πολύ ερωτευμένη μαζί σου”.
“Θα περάσει ο καιρός”.
“Σ ‘αγαπώ”.
  Αυτή η ακαταμάχητη γοητεία των ψιθύρων σου, έγινε το αντίδοτο στη μοναξιά μου. Από την πρώτη μέρα που έφυγες. Τα λόγια σου, έγιναν η μουσική μου τα βράδια. Η βροχή έξω άρχισε να δυναμώνει. Κόντευε 3 το ξημέρωμα. Οι στιγμές μας, τριγύριζαν συνέχεια μεσ’ το μυαλό μου. Αυτά που ζήσαμε και αυτά που προσμένουμε, πιασμένα χέρι-χέρι. Μάχη δίνει ο έρωτας με το χρόνο, μα αντέχει. Ο πιο βαρύς χειμώνας ήταν αυτός μέσα μου... Μα εσύ με κράτησες όρθιο... Οι ψίθυροι σου στο σκοτάδι... Λίγο πριν χαθώ στα μονοπάτια του Μορφέα, γύρισα προς τη μεριά σου. Στο άδειο μου κρεβάτι, το χαμόγελο σου ήταν εκεί. Ξανά... "Άπλωσες" το χέρι σου και μου "χαϊδέψες" απαλά τα μαλλιά. Όπως μου άρεσε να κάνεις...
“Να με δεις στα όνειρα σου”. Ένα φιλί κι ύστερα χάθηκες.
“Καληνύχτα αγγελούδι μου” κι αποκοιμήθηκα...


** ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟΝ Β' ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ EYELANDS
(FLASH FICTION - 500  ΛΕΞΕΙΣ).



Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

ΓΙΝΕ ΦΩΤΙΑ


...Μη με κοιτάς
Έλα κοντά
Γίνε φωτιά
Σαν με κρατάς

Στην αγκαλιά
Να λυτρωθώ
Και να μεθώ
Μες τα φιλιά

Μη μου μιλάς
Δώσμου πνοή
Παίρνω ζωή
Σαν με φιλάς

Γίνε τραγούδι
Κι ο στεναγμός
Γλυκός καημός
Ψυχής λουλούδι

Μη με κοιτάς
Έλα κοντά
Γίνε φωτιά
Σαν με κρατάς

Πριν την αυγή
Σε μια στιγμή
Ηδονής ορμή
Έρωτα κραυγή

Σωμάτων χορός
Η ανάσα κοφτή
Παράδοση αμαχητί
Πόθος τιμωρός

Τέλος χρόνου
Ατέρμονη σιωπή
Χαρά μου ελλιπή
Νεράιδα του πόνου

Μη με κοιτάς
Έλα κοντά
Γίνε φωτιά
Σαν με κρατάς...


Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

ΠΟΙΟΣ ΚΑΙ ΤΙ



-Ποιος δίπλα μου θα σταθεί
Όταν θα βρεθώ στο τέλμα
Σαν με κόψει σαν το σπαθί
Και βαδίσω προς το τέρμα...

Ποιος θα χαρίσει το φως
Να ζήσω πριν αποθάνω
Να έχει νόημα ο σκοπός
Και η ορμή που φτάνω...

Ποιος σε μένα θα τρέξει
Να δώσει την ευκαιρία
Κάνεις τους δεν θ' αντέξει
Τη δύσκολη αυτή πορεία....

Τι είναι αυτό που προστάζεις
Κι εσύ μ' έχεις εγκαταλείψει
Ξέρω πως πάλι θα γιορτάζεις
Γύρω απ' τη δική μου θλίψη...

Τι λόγια φύλαξες για το τέλος
Ποια συμπόνοια με κερνάς
Τα δικά μου θα γίνουν βέλος
Να με θυμάσαι, σαν πονάς

Τι είναι σωστό και τι πρέπει
Περηφάνια άλλη πια δεν έχω
Η ψυχή μου καθαρά το βλέπει
Πως έχω βαρεθεί ν' αντέχω-




Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

ΔΩΔΕΚΑ ΚΑΙ ΕΝΑ


Θέλω να μείνω μόνος...
Ίσως γιατί έχω ανάγκη να κρυφτώ μες το εγώ μου.
Μη με ρωτάς γιατί, ούτε αν είναι για καλό μου.
Δεν έχει λογική ο πόνος...

Το παράθυρο κλείνω ερμητικά...
Ξαπλώνω στο άδειο μου ντιβάνι.
Τα όνειρα μου πια δεν έχουνε ταβάνι.
Μα ακόμη τα αγνοώ επιδεικτικά...

Δώδεκα και ένα σημαδεύουν οι δείκτες...
Σαν ψίθυρος ακούγεται η σιωπή μου.
Όλα όσα έζησαν και πέθαναν μαζί μου.
Πληγές γίνανε -Νύχτα πάνω μου ρίχτες...

Ότι -μέσα μου- έθαψα, δειλά θα ξεπροβάλλει...
Να μου θυμίσει πως κουβαλάω το παρελθόν.
Να του θυμίσω πως υπάρχει και παρόν.
Και στη “φωλιά” του θα τρυπώσει πάλι...

Μοιάζει απόψε με εξιλέωση και δράμα...
Σαν από καιρό, απέναντι στη Μοίρα.
Δεν ξέρω αν άξιζε η απόφαση που πήρα.
Μα ακόμη καρτερώ, της Ψυχής το νάμα...




Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ΤΟ ΡΟΔΟ


-Πολύ πριν την εποχή των ανθρώπων-

“Όταν το βλέμμα του Ουρανού αντάμωσε εκείνο της Θάλασσας, γεννήθηκε ο Έρωτας...
Με τον πιο ζεστό του ήλιο την έντυνε εκείνος, για να τη ζεστάνει.
Το πιο βαθύ της μπλε εκείνη, γαλήνη γεμάτη.
Τ’αστέρια του τις νύχτες, διαμάντια στο κορμί της.
Μια μελωδία ερωτική-των κυμάτων της- του σιγοτραγουδούσε.
Καθρεφτίζονται μέρα-νύχτα, ο ένας πάνω στον άλλον.
Αιώνια απέναντι αποφάσισε, του Δημιουργού τους το χέρι.
Κι αν κάποιο σύννεφο έμπαινε ανάμεσα τους, πείσμωνε εκείνος και ξεφυσούσε με ορμή.Αντάριαζε και εκείνη.
Κι όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο μεγάλωνε και η λαχτάρα τους.
Να βρεθούν μαζί...
Μα ήταν πέρα από τις δυνάμεις τους και τότε ξέσπασαν.
Η οργή έγινε άνεμος...
Τα δάκρυα όξινη βροχή...
Η θλίψη της, μαύρος ωκεανός...
Μια άγρια επίδειξη της φύσης...
Ώσπου η Ανώτερη Δύναμη τους κάλεσε κοντά και ήταν τα λόγια τους ευχή..
Να γίνει έστω για μια φορά, το ακατόρθωτο.
Και τελικά πείστηκε....
Πάνω στην πλάτη του ουρανού έχτισε Φεγγάρι.
Ολόγιομο στολίδι, πρώτο και παντοτινό να θυμίζει το θαύμα.
Πήρε ο Ουρανός μορφή αρσενική, σαν ξωτικό.
Η Θάλασσα, νεράιδα να τον καρτερεί πλάι στον βράχο.
Με το λαμπρό δίσκο στέμμα στα μαλλιά της, φιλί έδωσαν πρώτο μα και στερνό και έγιναν ένα...
Τα πάθος τους έγινε σπόρος κι εκεί που το γαλάζιο του ενώθηκε με το μπλε της, φύτρωσε το πιο όμορφο λουλούδι.
Το Φεγγάρι μαγεμένο, έριξε το φως του πάνω του και εκείνο άνθισε...
Έτσι σε κάθε πανσέληνο-του Φεγγαριού το Ρόδο-θα θυμίζει σε όλους παντοτινά τον πρώτο μεγάλο Έρωτα.
Ουρανός και Θάλασσα...”




Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

ΘΥΣΙΑ



        ...Θυμός και οργή,
        ένα μονοπάτι γεμάτο θλίψη.
        Έχω μάθει να μιλάω στη σιωπή.
        Έχω δει το απέραντο, του χάους.
        Οι Άγγελοι, μ’έχουν εγκαταλείψει.
        Μέσα στην οδύνη μου,
        στο βωμό της άρνησης, μιαν ευχή.
        Το θολό μου είδωλο 
        -όσες κι αν λησμονήσω- 
        πάλι εμπρός μου να φανεί.

        Καταλαγιάζουν οι φόβοι.
        Οι στιγμές γίνανε αναμνήσεις.
        Λουλούδι που "μαράθηκε", το μίσος.
        Οι Σειρήνες πάλι θα φανούν,
        μα οι αισθήσεις μου πάγωσαν.
        Μέσα στην αποδοχή μου, 
        μια αφορμή θα γενεί η αιτία
        τις πληγές μου να ξαναχαράξω.
        Και προσωρινά,θυσία στη θυσία μου,
        να "λυτρωθούν" τα πάθη...




Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

ΟΤΑΝ Η ΨΥΧΗ ΦΑΝΕΡΩΝΕΤΑΙ



"Μαζί της ξεχύνονται σαν αγρίμια
 Τα γέλια των ερωτευμένων...

 Φωτιές ανάβουν
 Τα φιλιά που μέθυσαν στο πάθος...

 Γιορτή η κάθε αγκαλιά
 Τα σώματα την αποζητούν...

 Δάκρυα χαράς και πόνου
“Πληγές” ...φυτρώνουν εδώ κι εκεί....

 Στην απουσία που φωνάζει
 Και σπάει τη σιωπή τις νύχτες...

 Στο λυγμό της λησμονιάς
 Όταν ντύθηκαν στα μαύρα τα όνειρα σου...

 Στην απώλεια...
 Στο θάνατο που ήρθε αναπάντεχα...

 Σ’ένα τρελό απόγευμα
 Που απαρνήθηκες την ευτυχία...

 Στις στιγμές που κάνεις μιαν ευχή
 Και η καρδιά σου... ψιθυρίζει...

 Σε ότι πόθησες και αναζήτησες
 Σε όλα όσα ξέχασες...

 Κάθε που φανερώνεται η ψυχή 
 Ένα αστέρι γεννιέται στον ουρανό
 Άπιαστο...όπως εκείνη
 Μα ζει αιώνια...
 Όπως αιώνιες και οι φορές
 Που “αντίκρυσες” την ψυχή σου..."


   

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ



   Ο Νίκος είναι ένας συνταξιούχος πια συγγραφέας και όταν οι φίλοι του συχνά τον πικάρουν με φράσεις όπως "Μόνο οι πεθαμένοι δε γράφουν καημένε... εσύ γιατί τα παράτησες;" πάντα απαντούσε σαρκαστικά, όπως συνήθιζε... "Το μήλο αν σαπίσει δεν τρώγεται, είναι για πέταμα" υπονοώντας ότι είχε γεράσει. Κόντευε εβδομήντα και ας μη του φαινόταν... Έλα όμως που λογάριαζε χωρίς τη μεγάλη του αδυναμία. Έχοντας στο κόσμο μόνο τη μοναχοκόρη του και την οικογένεια της, όλη του η προσοχή είχε πέσει στον εγγονό του. Το μικρό Νικόλα. Αυτός ο μικρός διαβολάκος, όπως τον αποκαλούσε, θα του άλλαζε έστω και προσωρινά τη ζωή...
  Ήταν Κυριακή απόγευμα.Όπως και στα περισσότερα σπίτια είναι η ιδανική μέρα για συναντήσεις και οικογενειακές μαζώξεις. Ο Νίκος είχε τρομερή αδυναμία στην Ελένη, την κόρη του αλλά ο λόγος που περίμενε με λαχτάρα τις Κυριακές ήταν ο μικρός. "Παππού, παππού!" φώναζε και στην καρδιά του Νίκου φύτρωναν τριαντάφυλλα... Δεν είχαν περάσει άλλωστε παραπάνω από τέσσερα χρόνια από τότε που έχασε τη γυναίκα του και αυτές οι στιγμές ήταν η θεραπεία του...
  Μόλις είχε τελειώσει το καθιερωμένο γεύμα... Ο Νίκος με το γαμπρό του, τον Ανδρέα, όταν είχε καλό καιρό, κάθονταν συχνά παρέα στο μικρό κήπο στην αυλή του σπιτιού. Ήταν απαίτηση της γυναίκας του αυτό το μικρό κιόσκι. Είχε μεγαλώσει σ' ένα τέτοιο σπίτι η Ειρήνη και ο Νίκος δεν της είχε χαλάσει ποτέ του χατίρι. Η κόρη του στην κουζίνα συγύριζε και ετοίμαζε τον απογευματινό καφέ. Τέτοιες στιγμές πάντα, εκείνος την πείραζε:
-Σαν τη μάνα σου κι εσύ ρε παιδάκι μου. Μη δεις ακαταστασία στην κουζίνα κάτι σε πιάνει!!
-Σε καλομάθαμε και σε προσέχουμε! απαντούσε η Ελένη με νάζι. Είχε να το λέει ο Νίκος. Καμάρωνε σε όλους, πως οι γυναίκες της ζωής του ήταν νοικοκυρές. Ο ίδιος δε, χωμένος στα βιβλία του, καμία επαφή με νοικοκυριό... Γι’ αυτό συχνά πυκνά, στις αναφορές του στη γυναίκα του, την αποκαλούσε ήρωα...
  Ο παππούς Νίκος στην καρέκλα του ξεφύλλιζε την κυριακάτικη εφημερίδα του, ο μπαμπάς Ανδρέας έπαιζε με το γιο του και τότε έγινε αυτό που θα άλλαζε το μέλλον όλων...
  Ο μικρός γυρόφερνε τον παππού του, ώσπου μια στιγμή στάθηκε μπροστά του και κοίταξε σ' ένα σημείο της εφημερίδας... Είχε κολλήσει σε μια λέξη...
-Τι είναι Νικολάκη; Τι κοιτάζεις εκεί στην εφημερίδα του παππού; φώναξε η μαμά του σχεδόν ανήσυχη, μη χαλάσει την ηρεμία του πατέρα της ο μπόμπιρας.
Τότε ο μικρός δίχως να χάσει στιγμή, με την παιδική αθωότητα ενός δεκάχρονου, ρώτησε:
-Παππού... τι είναι ο... παράδεισος;
-Πώς σου ήρθε τώρα αυτό; σάστισε εκείνος...
-Να, το βλέπω εδώ που το γράφει! είπε ο μικρός και έδειξε με το δάχτυλό του... Παππού υπάρχει ο παράδεισος;
-Γιατί δε ρωτάς τη δασκάλα σου αύριο; είπε βιαστικά εκείνος, δείχνοντας μια μικρή δυσφορία...
-Ναι, να ρωτήσεις τη δασκάλα σου! είπε η Ελένη και έκανε να τον τραβήξει παραπέρα...
-Όχι... εγώ θέλω ο παππούς να μου πει φώναξε δυνατά ο Νικολάκης. Η δασκάλα μας είπε ότι οι μεγαλύτεροι είναι πιο σοφοί από εμάς και έχουν απαντήσεις σχεδόν για όλα! είπε ο μικρός και αποστόμωσε και τους τρεις που ήταν γύρω του...
-Εντάξει λοιπόν, κάθισε εδώ δίπλα μου να σου πω τι είναι ο παράδεισος ή όπως τον φαντάζομαι τουλάχιστον... απάντησε ο παππούς, παραδεχόμενος στη χροιά της φωνής του, την ήττα του από τον πεισματάρη εγγονό...
O μικρός πλησίασε και κάθισε δίπλα του, με βλέμμα καρτερικό.
-Η γιαγιά σου έχει τέσσερα χρόνια που μας άφησε. Ο κήπος που έχουμε απέναντι μας, ήταν δικό της δημιούργημα...
-Ναι παππού, αλλά τι σχέση έχει αυτό με τον παράδεισο;  είπε νευρικά ο μικρός.
-Έχει γλυκέ μου... Ο παράδεισος είναι σαν αυτόν εδώ τον κήπο που βλέπεις. Απλά είναι λίγο πιο μεγάλος... Ένα περιβόλι...
-H γιαγιά δηλαδή πήγε σ' έναν τέτοιο κήπο; είπε ο Νικολάκης και στο πρόσωπο του παππού του, φάνηκε η θλίψη...
-Μη διακόπτεις τον παππού... είπε η Ελένη, νιώθοντας ότι ο πατέρας της ταξίδευε στο παρελθόν εκείνη τη στιγμή... Ήδη από την παρομοίωση που έκανε για τον παράδεισο, ένιωσε πόσο πολύ του είχε λείψει η μητέρα της...
Πέρασαν κάμποσα λεπτά μέχρι να σηκώσει το βλέμμα του ο Νίκος. Ήταν ακόμη μία, από εκείνες της στιγμές που τον λύγισαν οι αναμνήσεις. Μετά βίας κράτησε τα δάκρυά του και όταν βρήκε τη δύναμη, συνέχισε τα λόγια του:
-Ο κήπος που έχουμε εμείς, έχει δέντρα γύρω-γύρω και πολλά όμορφα λουλούδια στη μέση που φύτεψε η μαμά σου. Στον παράδεισο τα πράγματα τα φαντάζομαι λίγο διαφορετικά. Είναι καταπράσινος, έχει πάντα καλό καιρό εκεί άλλα είναι χωρισμένος στη μέση. Τον διαπερνά ένα μεγάλο ποτάμι που ποτίζει ότι φυτρώνει μόνο από τη μια πλευρά...
-Γιατί παππού μόνο από τη μία μεριά; Τα υπόλοιπα δέντρα δε θα διψάσουν; Θα ξεραθούν έτσι!! πετάχτηκε ο μικρός, σχεδόν με θυμό...
Ο παππούς και οι γονείς του χαμογέλασαν με τα νάζια του μικρού και την επιμονή του...
-Θα σου πω γιατί αγάπη μου... συνέχισε εκείνος. Τον παράδεισο, όπως θα σας είπε και η δασκάλα σας, τον έφτιαξε ο Θεός μας. Έβαλε τα καλά δέντρα από τη μια μεριά και τα λιγότερο καλά από την άλλη... Στη μέση ένα ποτάμι να ποτίζει μόνο τα καλά δέντρα. Τα υπόλοιπα είναι απέναντι από το ποτάμι μα δεν ποτίζονται... Αλλά είναι και αυτά εκεί στο παράδεισο...
-Ουφ!!.. παππού με μπέρδεψες!! Δεν κατάλαβα τίποτα! είπε με παράπονο ο μικρός.
-Μια χαρά στα λέει ο παππούς... Για φτιάξε μια εικόνα στο μυαλό σου μ' ένα μεγάλο περιβόλι... είπε ο Ανδρέας.
-Έφτιαξα αλλά γιατί καλά και λιγότερο καλά δέντρα; είπε με απορία ο μικρός...
-Έχεις δίκιο που παραπονιέσαι, είπε ο Νίκος. Θα σου πω γιατί στον παράδεισο, έτσι όπως τον φαντάζομαι εγώ τουλάχιστον, υπάρχουν καλά και κακά δέντρα... Στη ζωή μας ανάλογα με αυτά που κάνουμε, αν είμαστε καλοί άνθρωποι και κάνουμε καλές πράξεις δηλαδή, η ψυχή μας ανταμείβεται από το Θεό. Έτσι στη μια μεριά που υπάρχουν τα καλά δέντρα κατοικούν οι ψυχές που ήταν καλές. Και ο Θεός έφτιαξε ένα ποτάμι εκεί να τα δροσίζει και να τα κρατά γεμάτα καρπούς αιώνια!
-Και τα άλλα παππού είναι οι κακές ψυχές; ρώτησε ο Νικολάκης...
-Ναι καλέ μου... Είναι οι λιγότερο καλές ψυχές... Είναι τα δέντρα που δεν έχουν φύλλα και καρπούς... Ούτε ποτάμι να τα ποτίζει...
-Παππού η δασκάλα μας είπε πως υπάρχει παράδεισος και κόλαση! Στην κόλαση δεν πηγαίνουν οι κακές ψυχές;  ρώτησε ο μικρός.
-Όχι Νικολάκη. Δε συμφωνώ εγώ με τη δασκάλα σου... Σου λέω πως φαντάζομαι  εγώ τον παράδεισο... Για μένα δεν υπάρχει κόλαση. Όλες οι ψυχές πηγαίνουν σε αυτό το μεγάλο περιβόλι, άσχετα αν λέγεται παράδεισος ή όχι...
-Ανάλογα με το αν ήταν καλή ή όχι, η ψυχή, θα κάνει μια φωλιά σε δέντρο με φύλλα ή σε ένα ξεραμένο συμπλήρωσε η Ελένη... προσπαθώντας να δώσει στο γιο της να καταλάβει τι του έλεγε ο παππούς...
-Αυτό ακριβώς! Και επειδή είπες για κόλαση μικρέ μου, θα σου πω ότι στο δικό μου μυαλό δεν υπάρχει. Ο Θεός τους συγχωρεί όλους και αυτό είναι το μεγαλείο Του… Γι’ αυτό επέλεξε να έχει όλα τα δέντρα, όλες τις ψυχές κοντά του. Και τις καλές και τις κακές, στο περιβόλι Του...
-Παππού, πιστεύεις ότι η γιαγιά είναι σ' ένα καλό δέντρο; ρώτησε ο μικρός στεναχωρημένος... Ο Νίκος τότε λύγισε...
-Ναι καρδιά μου, εκεί είναι τώρα και μας χαμογελά... απάντησε σκουπίζοντας τα δάκρυά του...
-Κι εσύ και εμείς μικρέ μου, αν είμαστε καλοί άνθρωποι, θα πάμε κάποια στιγμή να τη βρούμε. Θα μας περιμένει εκεί... είπε ο πατέρας του μικρού.
-Παππού σε λίγο καιρό έχω τα γενέθλιά μου!! φώναξε ο Νικολάκης...
-Το ξέρω βρε διαβολάκο, λες να το ξέχασα; απάντησε ο παππούς...
-Όχι, αλλά κάθε χρόνο με ρωτάς τι δώρο θέλω!! είπε ο μικρός χαμογελώντας με νόημα...
-Ναι... αποφάσισες κιόλας τόσο νωρίς; Έχουμε τρεις μήνες μέχρι τα γενέθλιά σου... είπε ο Νίκος γελώντας...
-Έλα, αρκετά Νικολάκη. Ν’ αφήσουμε τον παππού να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί, είπε η Ελένη. Ξέρει ότι το παιδί της, άμα βάλει κάτι στο μυαλό του δε βγαίνει εύκολα και δεν ήθελε να βλέπει άλλο τον πατέρα της στεναχωρημένο...
-Όχι καλά είμαι… είπε ο Νίκος... Άφησέ τον να μου πει. Μπορεί να μου ζητήσει κάτι δύσκολο και να θέλω όντως τρεις μήνες να το βρω! είπε χαϊδεύοντας το κεφαλάκι του μικρού τρυφερά...
-Παππού, μου έχει δείξει η μαμά όλα σου τα βιβλία...
-Τι σχέση έχουν τα βιβλία με το δώρο σου; είπε νευριασμένα η μητέρα του...
-Άφησέ τον να μου πει... αποκρίθηκε ο Νίκος.
-Έχουν σχέση.... Παππού έχεις γράψει ποτέ για τον παράδεισο; ρώτησε ο Νικολάκης και τα πρόσωπα των γύρων του ξαφνικά σοβάρεψαν...
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και μετά ήρθε το τελειωτικό χτύπημα...
-Παππού αυτό θέλω για δώρο... να γράψεις κάτι για τον παράδεισο!! Μία ιστορία για το περιβόλι που μου είπες... Θα το κάνεις αυτό για μένα;... είπε με νάζι ο μικρός...
-Μα τι λες; O παππούς δε γράφει πια... είναι μεγάλος άνθρωπος. Βρες κάτι άλλο για δώρο... είπε η Ελένη με ύφος αυστηρό... Για λίγα λεπτά δε ξαναμίλησε κανείς.
 Μέσα στο μυαλό του Νίκου τα "όχι" έπεφταν βροχή, αλλά η καρδιά του άλλα έλεγε. Ο μικρός τον βοήθησε να καταλάβει κάτι που αγνοούσε. Η Ειρήνη ήταν όλη του η ζωή. Όλοι όσοι τον έζησαν από κοντά, το έβλεπαν. 'Ήταν όλη η δύναμή του. Κι όμως ποτέ του δεν είχε γράψει κάτι για εκείνη... Ότι τον πόνεσε αυτή η διαπίστωση, φανερώθηκε τη στιγμή που σηκώθηκε και περπάτησε προς τον κήπο μόνος του...
-Μα είναι δυνατόν; μονολογούσε ψιθυριστά...
Πως δε σκέφτηκε ποτέ του να γράψει κάτι για εκείνη; Είχε πληγωθεί και ήταν φανερό. Μέσα του ένιωθε τύψεις γι' αυτό που μόλις ανακάλυψε... Η γυναίκα που είχε δίπλα του τριανταπέντε χρόνια και ήταν τα πάντα για εκείνον, όσα κείμενα κι αν διάβαζε από τα χέρια του ήταν όλα ‘’δικά’’ του και κανένα ‘’δικό’’ της...
-Πατέρα είσαι καλά; Η φωνή της κόρης του διακόπτει το διάλογο με τον εαυτό του...
-Καλά είμαι... απάντησε εκείνος με σκυφτό κεφάλι...
-Πες μου τι σκέφτεσαι; τον ρώτησε η Ελένη καθώς τον πλησίαζε.
-Έχει δίκιο ο μικρός... αποκρίθηκε ο Νίκος.
Στον κήπο είχαν απομείνει οι δυο τους. Ο Ανδρέας είχε πάει με το παιδί μέσα στο σαλόνι γιατί κατάλαβε την κατάσταση του πεθερού του.
-Τι δίκιο έχει; είπε ξαφνιασμένη η Ελένη. Ένα μικρό παιδί είναι… Μη δίνεις σημασία στα λόγια του. Αύριο μεθαύριο θα δει κάποιο παιχνίδι σε καμία βιτρίνα και θα ξεχάσει αυτά που είπε. Ο Νίκος παρέμεινε σιωπηλός... Τότε εκείνη συνέχισε:
-Ξέρεις πως είναι τα παιδιά... Είδα πόσο στεναχωρήθηκες πριν που αναφέρθηκες στη μαμά... Ξέρω ότι πονάς ακόμα και δεν το έχεις ξεπεράσει... είπε η κόρη του.
-Έχει δίκιο το παιδί Ελένη... Ο μικρός είναι στα δέκα, εγώ κοντεύω τα εβδομήντα και μου έβαλε τα γυαλιά σήμερα...
-Μα τι είναι αυτά που λες; απόρησε εκείνη...
-Δεν έχω γράψει ποτέ για τον παράδεισο. Δεν έχω γράψει ποτέ για εκείνη... Για εμένα η μητέρα σου ήταν ο παράδεισος...
Η Ελένη κατάλαβε από τα λόγια του, ότι είχε αρχίσει να τον τρώει κάτι μέσα του:
-Και νιώθεις άσχημα επειδή δεν έγραψες κάτι για εκείνη; Πάντα δίπλα σου ήταν όταν έγραφες, πάντα πρώτη τα διάβαζε... Μη νιώθεις έτσι, αδικείς τον εαυτό σου...
-Σταμάτα! Φώναξε δυνατά ο Νίκος. Ο μικρός μ' έβγαλε από το σκοτάδι και τη μιζέρια μου σήμερα... Η απώλειά της με λύγισε και το ξέρεις... Όπως ξέρεις, ότι μόνο εσάς έχω... Τώρα καταλαβαίνω γιατί έχω τόση αδυναμία στον εγγονό μου... Ναι, σήμερα μου  έδωσε λόγο να ανακουφιστεί η ψυχή μου, να απαλύνω τον πόνο μου...
-Τι είναι αυτά που λες πατέρα; Νιώθεις τύψεις για το θάνατό της; Δεν μπορώ να το καταλάβω... Έφυγε ξαφνικά... Ήταν θέλημα Θεού... Δε φταις εσύ σε κάτι για να νιώθεις τέτοιο βάρος... είπε η Ελένη.
-Δε με καταλαβαίνεις... Δεν κατηγορώ τον εαυτό μου σε κάτι... Απλά αυτό που πρόκειται να κάνω για εκείνη, έπρεπε να το είχα κάνει όταν το χαμόγελό της φώτιζε τη ζωή μου και όχι τώρα που ζυγώνει η ώρα να τη συναντήσω...
Ένα γλυκόπικρο χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του... και συνέχισε να μιλά:
-Ο μικρός μου έδωσε λόγο να ξαναζήσω και να δημιουργήσω κάτι για εκείνη... Πάμε μέσα στο σαλόνι να τους το ανακοινώσω... είπε ο Νίκος και στο βλέμμα του φάνηκε πως το εννοούσε...
Η κόρη του τον κοιτούσε αποσβολωμένη. Είχε να γράψει από το θάνατό της. Είχε παρατήσει κάθε προσπάθεια και κανείς, πέρα από τα πειράγματα των φίλων του, δεν τον πίεσε ποτέ για κάτι τέτοιο. Και τώρα, ένας διάλογος μισής μόλις ώρας μ' ένα δεκάχρονο παιδί, έφερε τα πάνω κάτω...
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν έμπαινε στο σαλόνι με την κόρη του. Σούρουπο ήταν, τέτοια ώρα περίπου, όταν είχε ανακοινώσει στους γονείς του, την απόφαση να παντρευτεί την Ειρήνη. Άλλο ένα παιχνίδι της μοίρας, σαν εκείνα που συνήθιζε να γράφει στα βιβλία του...
-Νικολάκη έλα κοντά μου... είπε ο παππούς, κάνοντάς του νεύμα να τον πλησιάσει. Έχω να σου ανακοινώσω κάτι... συμπλήρωσε...
-Κι εμείς έχουμε, είπε τότε ο Ανδρέας. Όση ώρα εσείς μιλούσατε έξω στον κήπο, υποσχέθηκα στο Νικολάκη να πάμε αύριο να διαλέξει από τώρα ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά του... Έτσι δεν είναι αγάπη μου; είπε ο πατέρας του...
-Ανδρέα αυτά είναι αστειότητες... Άλλωστε, αυτό είναι ένα δώρο που εσύ του έταξες και όχι εγώ. Μην προσπαθείς μάταια, έχω πάρει ήδη την απόφασή μου. Έλα εδώ εγγονέ μου...
Ο μικρός πήρε θέση δίπλα στον παππού του και όταν εκείνος άρχισε να μιλάει του έπιασε το χέρι...
-Μικρέ μου, σήμερα κατάλαβα γιατί σου έχω τόση αδυναμία. Μου ζήτησες κάτι που έπρεπε να έχω σκεφτεί εγώ καιρό πριν. Τελικά, ίσως να μην είχε δίκιο η δασκάλα σου που είπε ότι οι μεγαλύτεροι είναι και οι πιο σοφοί... είπε ο Νίκος γελώντας.
-Δηλαδή παππού; ρώτησε ο Νικολάκης.
-Δηλαδή, δέχομαι να γράψω για τον παράδεισο! Γιατί όντως δεν έγραψα ποτέ για εκείνον... Θα είναι το δώρο μου για σένα αλλά και για τη γιαγιά σου...
-Αλήθεια παππού; φώναξε όλο χαρά ο μικρούλης και τον αγκάλιασε σφιχτά...
-Είσαι σίγουρος; ρώτησε απορημένος ο Ανδρέας....
Δεν ήταν ο τύπος που διάβαζε βιβλία αλλά ήξερε ότι ο πεθερός του τα είχε παρατήσει μετά το θάνατο της γυναίκας του.
-Είμαι απόλυτα σίγουρος! είπε ο Νίκος...
-Τέλεια! φώναξε όλο χαρά η Ελένη... Αυτό και αν είναι δώρο, ε Νικολάκη; Ένα βιβλίο από τον παππού μόνο για σένα!
-Όχι κόρη μου... την έκοψε ορθά κοφτά ο πατέρας της... Κάνεις λάθος... Αυτό το βιβλίο θα τυπωθεί και θα εκδοθεί και θα είναι το τελευταίο μου... Αύριο κιόλας θα ξεκινήσω...
Η Ελένη και ο Ανδρέας δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους... Έμειναν αρκετή ώρα να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον. Τόσο καιρό έβλεπαν άλλον άνθρωπο και εξαιτίας του γιου τους, κάτι άλλαξε εκείνη τη μέρα. Παππούς και εγγονός ήταν αγκαλιά, για πολύ ώρα ακόμη, με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη τους...
-Θέλω όμως μία χάρη... είπε ο Νίκος, καθώς τους ξεπροβόδιζε γιατί η ώρα είχε περάσει... Δε θέλω να πείτε σε κανέναν τίποτα... Θα είναι το μικρό μας μυστικό μέχρι να ολοκληρωθεί... Σύμφωνοι Νικολάκη; είπε κοιτώντας χαμογελαστός τον εγγονό του...
-Σύμφωνοι!! φώναξε ο μικρός.
Λίγο μετά η πόρτα έκλεισε πίσω του αλλά μία άλλη, "αόρατη" μα γνώριμη για εκείνον, άνοιγε εμπρός του... Ήταν η έξαψη της γραφής. Αυτό το συναίσθημα που είχε ξεχάσει και νόμιζε πως είχε πεθάνει, τη μέρα που έφυγε η "μούσα" του, ήταν ακόμη μέσα του... Και ήρθε ένα σκούντημα της μοίρας, μια παιδική αφέλεια, να του ξυπνήσει το δεύτερο μεγάλο πάθος του ξανά... Δεν έχασε στιγμή... Αν και η ώρα ήταν περασμένη, κάθισε στο γραφείο του... Αλλά αυτή τη φορά όχι για να ξεφυλλίσει κάποια εφημερίδα... Έβαλε ένα λευκό χαρτί στη γραφομηχανή του και τέσσερα χρόνια μετά άρχισε συγκινημένος, να γράφει ξανά ένα τίτλο...

"ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ"



**ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ Δ' ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ "ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ".




Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

ΠΙΣΩ ΑΠ'ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ



- Γράφω και πίσω απ’ τις γραμμές θα μου “φανερωθείς”
 Κάτι από εσένα θα απλωθεί μέσα στις αράδες μου
 Όσα σου μοιάζουν, όσα αμφισβητείς κι όσα “κρύβεις”
 Θα “ακούσω” τα βήματα σου, ίσως και τη φωνή σου
 Θα σε “πλησιάσω” μα δε θα δω ποτέ τη μορφή σου

 Διαβάζεις και πίσω απ’ τις γραμμές θα με “πλάσεις” ξανά
 Σαν ξωτικό ξεπηδώ μπροστά σου, τον “δημιουργό” μου
 Άλλοτε χαμογελαστό, άλλοτε θλιμμένο- όπως με “ορίσεις”
 Θα μου γελάσεις, θα μου μιλήσεις και θα σκεφτείς
 Ίσως με νιώσεις κοντά σου, μα τη μορφή μου δε θα δεις

 Ένα “παιχνίδι” αμφίδρομο, εσύ κι εγώ
 Μια σκέψη, μια τιμωρία, μια λύτρωση
 Δυο λέξεις, δυο όνειρα, δυο “άγνωστοι”
 Πίσω απ’ τις γραμμές, θα ανταμώσουμε ξανά-





                       

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

ΕΤΣΙ ΟΛΑ ΞΕΚΙΝΟΥΝ



 -Έτσι όλα ξεκινούν
  Ένα άγγιγμα των ματιών
  Και το νέκταρ των χειλιών
  Έρωτα γεννούν-

  Έμαθαν οι ανάσες να πονούν
  Στου πόθου τα λευκά σεντόνια
  Χορός ερωτικός- σέρνει αιώνια
  Γλυκό κρασί πίνουν και μεθούν

  Σώματα έρμαια της ηδονής
  Καμιά υποταγή στη λογική
  Και με μορφή “αγγελική”
  Θα περιμένω να φανείς

  Φωτιά προσμένω και μιαν ευχή
  Στης Μοίρας μου το τεφτέρι
  Όσα, εμπρός μου, τώρα θα φέρει
  Κάποτε είχα κάνει προσευχή

  Και πάνω στον κύκλο της ζωής
  Είναι στιγμές που ακροβατώ
  Κι αν πάλι στο μηδέν περπατώ
  Δυο λέξεις δώσμου της σιωπής

 -Έτσι όλα ξεκινούν
  Μέσα σε τρελές βραδιές...
  Ματώνουν οι καρδιές...
  Και Έρωτα γεννούν-


Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ



 Κυριακή μεσημέρι, αρχές Σεπτέμβρη. Καλοκαίρι είναι ακόμη... Ο Άγγελος, μόλις έχει βγει από το σπίτι του και αρχίζει να κατηφορίζει προς το αγαπημένο του στέκι. Ένα μικρό παραδοσιακό καφενεδάκι στο παλιό λιμάνι της Κέρκυρας, τον "Αντήρα". Εκεί, παρέα με τον καλό του φίλο και ιδιοκτήτη, τον κυρ Σταμάτη θα πιουν το καφεδάκι τους και θα αναλωθούν σε πάσης φύσεως κουβέντες, ως συνήθιζαν. Στον ώμο περασμένη η φωτογραφική του μηχανή. "Οι στιγμές είναι σαν μικρές πεταλούδες και η μηχανή μου, η απόχη που θα τις αιχμαλωτίσει" έλεγε με ζέση, δικαιολογώντας τη συνήθεια να την κουβαλά σχεδόν πάντα μαζί του.
-Καλησπέρα, κυρ-Σταμάτη! είπε μόλις είδε τον καλό του φίλο και κάθισε.
-Καλώς τον! Ετοιμάζω τα καφεδάκια μας και σου φέρνω την εφημερίδα. Θα δεις κάτι που σ' ενδιαφέρει! του απαντά εκείνος.
Κάμποσα λεπτά αργότερα επιστρέφει, με το χάλκινο δίσκο του στο ένα χέρι και την φυλλάδα στην άλλη.
-Δες εδώ τι γράφει! είπε χαμογελαστός.
-Για να δω! απάντησε ο Άγγελος και διαβάζει: Μασσαλία πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης! Αθεόφοβε! Με πήγες είκοσι χρόνια πίσω... πρόσθεσε και στο πρόσωπό του φάνηκε μια γλυκιά μελαγχολία.
-Τι νόμιζες, δε θα στο έδειχνα; Θυμάμαι όταν μου περιέγραφες αυτό το μέρος, πόσο το είχες αγαπήσει. Γιατί δεν κανονίζεις ένα ταξίδι κάποια στιγμή;
-Μπα, μεγάλωσα πια καλέ μου φίλε... απάντησε σαρκαστικά ο Άγγελος.
-Αν μεγάλωσες εσύ, τι να πω εγώ γέρος άνθρωπος!! είπε ο κυρ-Σταμάτης γελώντας.
 Δεν ήταν αυτή η πραγματική αιτία. Άλλωστε μόλις είχε κλείσει τα σαραπέντε του. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας ήταν αυτό που τον πονούσε και δεν ήθελε να επιστρέψει εκεί. Μια παλιά του πληγή...
-Α, βλέπω έχεις και τη μηχανή σου εδώ! Τράβηξες τίποτα ενδιαφέρον τελευταία; ρώτησε ο κυρ-Σταμάτης και διακόπτει προσωρινά τις σκέψεις του Άγγελου...
-Τα συνηθισμένα φίλε μου... απάντησε στωικά εκείνος. Στο μυαλό του ήρθαν εικόνες, από τη ζωή του στη Μασσαλία. Η μορφή της είχε στοιχειώσει το μυαλό του και δεν έλεγε να βγει... "Σε καλό σου κυρ-Σταμάτη, τι μου θύμισες..." έλεγε από μέσα του... Και προσποιήθηκε πως διαβάζει την εφημερίδα.
 Έλλη, ήταν τ' όνομα της. Γνωρίστηκαν, σ' ένα χορό της Ελληνικής κοινότητας του πανεπιστημίου όπου φοιτούσαν. Ο Άγγελος έκανε το μεταπτυχιακό του στην αρχιτεκτονική, ενώ εκείνη ξεκινούσε τις σπουδές της στη νομική. Από τις πρώτες τους ματιές κατάλαβαν πως θα ζούσαν έναν παράφορο έρωτα. Μικροί και άπειροι και οι δύο, παρασύρθηκαν στο πάθος τους. Κάνανε όνειρα για το μέλλον τους... Είχαν κλείσει ένα χρόνο μαζί. Όμως ένα μεσημέρι του Σεπτέμβρη, καλή ώρα όπως τώρα, η μοίρα τους έπαιξε άσχημο παιχνίδι. Η Έλλη έλαβε ένα γράμμα από τη μητέρα της, ότι ο πατέρας της αρρώστησε... Οξύ ισχαιμικό επεισόδιο, είπαν οι γιατροί... Η νεαρή κοπέλα δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να γυρίσει πίσω και διέκοψε τις σπουδές της... Μεγάλο πλήγμα και για τους δύο. Στο μυαλό του Άγγελου, ήρθαν πάλι εκείνες οι στιγμές . Ο κυρ-Σταμάτης παρατηρεί τον φίλο του την ώρα που σερβίρει μια παρέα νεαρών και τον πλησιάζει.
-Tι έχεις, ελώου σου; Πού τρέχει ο νους σου και είσαι σκεπτικός; είπε χαμογελώντας.
 Ο Άγγελος δεν μίλησε. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί, στο καράβι που έδενε στην προβλήτα. Ετοίμασε τη μηχανή του και αφού περπάτησε το δρόμο μπροστά από το καφενεδάκι, για να αποφύγει τους περαστικούς, βρίσκει ένα σημείο για να τραβήξει μία φωτογραφία. Μα όταν προσπάθησε να εστιάσει, ο φακός του πιάνει ένα νεαρό ζευγάρι... Αγκαλιασμένοι αρχικά κι ύστερα ένα γλυκό φιλί. Ο νεαρός άνδρας της δίνει κάτι, που έμοιαζε με βιβλίο... Η κοπέλα με τη σειρά της, του δίνει ένα μικρό δεματάκι και έπειτα αποχωρίζονται... Εκείνη έφευγε με το καράβι που μόλις είχε δέσει... Αυτό μαρτυρούσε η βαλίτσα που κρατούσε στο δεξί της χέρι...  Ο Άγγελος έμοιαζε σαν να τον είχε παγώσει ο χρόνος. Για περίπου πέντε λεπτά παρατηρούσε τη σκηνή αλλά δεν τράβηξε ποτέ τη φωτογραφία... "Όχι, δεν είναι δυνατόν" ψέλλισε...
-Κυρ-Σταμάτη κράτησε τα ρέστα, κάτι προέκυψε και πρέπει να φύγω... είπε καθώς άφηνε τα χρήματα στο τραπεζάκι όπου καθόταν και έφυγε βιαστικά για το σπίτι του. Ο κυρ-Σταμάτης έμεινε να κοιτά απορημένος αλλά κατάλαβε ότι κάτι τον είχε ταράξει...
Μέχρι να περάσει την πόρτα του σπιτιού, ο Άγγελος, ξανάφερε στο μυαλό του τον ένα χρόνο που έζησε μαζί της... Ένας δρόμος, γεμάτος όνειρα, ελπίδα, αγάπη, έρωτα, πόθο, πάθος, ηδονή, ήταν η πορεία τους... Μα δυστυχώς σύντομος... Μπήκε μέσα αλαφιασμένος. Ανέβηκε γρήγορα στον πάνω όροφο όπου είχε το σχεδιαστήριο του. Πήρε ένα μικρό κλειδί από το συρτάρι του  γραφείου του και κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη. Ξεκλείδωσε το κάτω ντουλάπι και έβγαλε ένα ξύλινο κουτί... Για μερικά λεπτά απλά το κοιτούσε... Ώσπου το άνοιξε... Παλιές φωτογραφίες, κάμποσα γράμματα από τους δικούς του. Κάτω κάτω ένα ημερολόγιο και ένα μικρότερο κουτάκι... Η καρδιά του έγινε πέτρα... Οι σελίδες του γεμάτες Έλλη... Το μυαλό του όμως είναι στη τελευταία... Τα χέρια του έτρεμαν όταν άρχισε να τη διαβάζει...

7 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1993
 "Σήμερα είναι η χειρότερη μέρα της ζωής μου. Η ημέρα του αποχωρισμού μας. Δεν είχα κουράγιο να της πω όσα ένιωθα. Μέσα σε τρεις μέρες άλλαξαν όλα... Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει... Κάτω στο λιμάνι μείναμε περίπου μία ώρα, μέχρι να έρθει το καράβι που θα την έπαιρνε μακρυά μου. Βλέμματα γεμάτα πόνο και αγωνία... Μια ζεστή αγκαλιά κι ένα φιλί... Η Έλλη δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη... Και τι να μου πει... Ακόμα και σ' αυτές τις στιγμές ένιωθα την αγάπη της... Όταν το καράβι άρχισε να μπαίνει στο λιμάνι σπάσαμε και οι δύο... "Φοβάμαι" μου είπε και με φίλησε... "Όλα θα πάνε καλά" της απάντησα με τρεμάμενη φωνή... Κατάφερα και αντέγραψα ετούτο εδώ το ημερολόγιο και της το έδωσα. "Ο δικός μας χρόνος" της είπα σιωπηλά... Μου χαμογέλασε μελαγχολικά και μου έδωσε ένα μικρό σταυρουδάκι από κεχριμπάρι με μεταλλικό περίβλημα. "Να σε προσέχει..." είπε θλιμμένη και με φίλησε τρυφερά... Ύστερα χάθηκε στο πλήθος...".

  Κλείνει το ημερολόγιο και παίρνει στα χέρια του, το σταυρουδάκι... Πηγαίνει στο παράθυρο που ήταν απέναντι από το λιμάνι... Είναι αργά για να κρατήσει τα δάκρυα του... Στο βάθος ένα καράβι που φεύγει... Όπως και τότε, μέσα σε λυγμούς πια, ψελλίζει τις ίδιες λέξεις... " Ότι κι αν γίνει, δε θα σε ξεχάσω ποτέ...".

 


**ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ "ΛΟΓΩ ΤΕΧΝΗΣ" 2013.

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

ΑΠΟΨΕ



 ...Στις σκοτεινές γωνιές του μυαλού
   Αδίστακτοι κατοικούν “δαίμονες”
   Θεριά αναθεματισμένα, δίχως οίκτο
   Η σκέψη μου- με άγνοια φόβου οπλισμένη
   Εισβάλει στη “μαύρη χώρα” τους
   Σύντομα εκείνα την περικυκλώνουν
   Μα δεν μιλούν και απλά σιωπούν

   Σαν αεράκι, ως τις άκρες του γιαλού
   Περιπλανιέμαι σε θάλασσες ατέρμονες
   Τίποτε μη μου τάξεις...έχω μάθει να απορρίπτω
   Η Ψύχη μου- κουράστηκε και ξαποσταίνει
   Κι έφτασε - θαρρώ - η ώρα τους
   Εκείνα που πληγές γίνανε και με “σκοτώνουν”
   Απόψε τα δεσμά τους να κοπούν...


Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

ANGELS AMONG US


 ...Guardians of the world
   Masters and Servants of fate
   Eternal fight rises up above
   Never stopped...up to date

   They hold a divine shield
   Wings are strong and white
   Around us a magnetic field
   A mighty force made of light

   They march every single day
   Against the powers of evil
   A single price for them to pay
   To live like common people...


Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

ΧΑΡΜΟΛΥΠΗ

  
  -Ακόμη μια φορά εδώ
    Στο παραπέντε της οργής
    Γνώριμη μου χαρμολύπη

    Μέσα μου κι αν σε δω
    Ξανά θα μου κρυφτείς
    Και τ’όνομά σου Λήθη
          
    Κι εσύ Μοίρα, μου χαμογελάς
    Κι άλλες...να σε πιστέψω
    Ως τη στερνή φορά

    Στα μέρη που θα με πας
    Θέλω πια να γυρέψω
    Δυο μάτια καθαρά  

    Η ψυχή λυγίζει και ξεσπά
    Στα σκαλιά της άρνησης
    Και στης αλήθειας-το ψέμα

    Κάθε δάκρυ που σκορπά
    Άρωμα μιας ανάμνησης
    Και μιας πληγής το αίμα-


Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

ΠΑΡΑΝΟΙΑ

    

   "Κόρη τυφλή που περιφέρεσαι
    Ανάμεσα στους θνητούς
    Τι είναι αυτό που σε κινεί
    Τι είναι αυτό που σε ορίζει
    Γιατί να υπάρχεις
    Και σαν τη κατάρα τριγυρνάς...
               
    Μες το μυαλό σαν μπεις
    Της αράχνης ιστός απλώνεται
    Αλυσίδες περνάς στη Ψυχή 
    -Τυφλώνεται-
    Κι ύστερα το σώμα ακολουθεί
    -Νεκρώνεται-

    Παράνοια που στα σοκάκια της ζωής
    Σε βλέπω κάπου κάπου
    Μέσα μου κι αν προσπαθήσεις να κρυφτείς
    Θα γκρεμίσω τα τείχη του θανάτου
    Τη Ψυχή μου ποτέ δεν θα δεις..."