Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Ο ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ



“Στο μυαλό, φτιάχνεις εικονικές πραγματικότητες.
Όπως σε βολεύουν κι όπως θα ήθελες να είναι...”

 Ανοίγω το συρτάρι του γραφείου και ξεθάβω παλιά μου κείμενα. Ένα μειδίαμα στο πρόσωπό μου, μαρτυρά την περιέργεια μου. Διαβάζω προσεκτικά ένα απόσπασμα από παλιό ημερολόγιο.

 “Χμμ, εποχές με σημείο αναφοράς τη γυναίκα. Ξενύχτι πάνω στο χαρτί -αφορισμός- στον πόνο του ανεκπλήρωτου. Τα πρόσωπα δεν παίζουν ρόλο. Αυτό που μετρά είναι το κατακάθι μέσα σου. Αν το συναίσθημα άφησε το στίγμα του. Έζησα τον έρωτα σε όλες του τις μορφές. Εμμονή, πάθος, απόρριψη. Δεν υπάρχει άλλο δηλητήριο σαν κι αυτό. Από την πρώτη γουλιά χάνεις τον κόσμο κάτω απ' τα πόδια σου. Σαν να ανοίγουν -μέσα σου- αόρατες πύλες και η ψυχή σου τις πέρνα... Μια χώρα μαγική αλλά κι επικίνδυνη. Κάθε πιθαμή της κρύβει τον πόθο, κάθε ομορφιά της και μια πληγή. Κι εσύ; Eσύ απλά την περπατάς απ' άκρη σ' άκρη. Νιώθεις πως βρίσκεσαι ανάμεσα σε δύο κόσμους. Τον ιδεατό και τον πραγματικό. Η ισορροπία που πρέπει να κρατήσεις ανάμεσά τους είναι μάθημα ζωής. Χωράει ο σεβασμός στον κόσμο αυτό; Ναι, είναι η απάντηση, αλλά για να φτάσεις σ' αυτό το στάδιο, έχεις πολλά ακόμη να περάσεις. Είσαι έτοιμος για πόλεμο; Aν ναι, προχωράς... Άργησα στη ζωή μου αλλά έμαθα να ...πολεμώ”.

 Περασμένα μεσάνυχτα. Ένα ποτήρι κρασί συντροφεύει τις σκέψεις μου. Η μουσική διευκολύνει τις λέξεις που χαράζω πάνω στη σιωπή μου. Ξαναφέρνω μπροστά μου το απόσπασμα. Νιώθω την ανάγκη ν' απαντήσω σ' αυτά που διάβασα λες και... τα έγραψε άλλος κι όχι εγώ... Περίεργα παιχνίδια του μυαλού θαρρώ.
“Δεν χωρά λογική - δεν επιδέχεται κανόνες. Αυτό το ασταμάτητο μεθύσι των αισθήσεων δεν σου αφήνει περιθώρια. Σε παρασέρνει σ’ένα παιχνίδι που όλοι κερδίζουν και χάνουν. Γεμίζεις στιγμές, γεμίζεις ουσία, φως και ψυχική γαλήνη. Χάνεις όμως και πράγματα... Κυρίως όταν το πάθος θεριεύει μέσα σου. Είναι μια ορμή αδιαπραγμάτευτη. Σε “τυφλώνει” και δίχως να το καταλάβεις έχεις χάσει ήδη ένα κομμάτι του εαυτού σου. Μα θα μου πεις, “Αυτό δεν είναι ο έρωτας;”. Ναι, είναι κι αυτό και δεν αμφισβητεί κανείς την άγρια ομορφιά του. Μια διαρκής σύγκρουση επιθυμιών και πραγματικότητας. Το θέλω κόντρα στο μπορώ. Σαν μία παρτίδα σκάκι. Μόνο που το ρολογάκι του χρόνου είναι μόνιμα σταματημένο. Εκεί δεν έχει θέση. Μόνο όταν κοπάσει η φωτιά, θα φανερωθεί. Κι εκείνη η φλόγα συχνά -μέρα με τη μέρα- θα γίνει στάχτη. Μα έχει μνήμη η καρδιά και δεν ξεχνά...”.

 Τελικά τι είναι ο έρωτας; Μια εξουσία απροσδιόριστη πάνω μας; Μια ενέργεια η οποία γεννιέται μέσα μας αλλά δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη; Κάτι άυλο και μυστήριο που πλανάται ανάμεσα μας κι απλά επιλέγει τα θάματα του; Ή μήπως η πρώτη αρχέγονη ανάγκη μας; Ίσως μια ατελείωτη δίψα της ψυχής μας;  Όχι δεν έχω σαφή ορισμό γι' αυτό το συναίσθημα. Το μόνο σίγουρο είναι πως όλοι μας την έχουμε πατήσει έστω μία φορά... Προσπαθώ να συμμαζέψω τις σκέψεις μου, αλλά δυσκολεύομαι. Να λοιπόν κι ένα ακόμη... άλυτο μυστήριο. Τι ακριβώς είναι ο έρωτας...

“Αν είχε μορφή πως θα ήταν στ' αλήθεια; Τι όψη θα του έδινε ο ανθρώπινος νους; Ίσως να ήταν ένας άγγελος. Με την ομορφιά και την απλότητα του, αλλά με πρόσωπο μελαγχολικό. Γιατί ξέρει πολύ καλά κι ο ίδιος την ιδιότητα που κουβαλά και σέρνει ανάμεσα μας. Γνωρίζει την επικινδυνότητα της φύσης του. Ποτίζει τις καρδιές με το γλυκό νέκταρ του πάθους. Τα κορμιά λυγίζουν στη δίψα του πόθου. Όμως δεν κυβερνά το μυαλό και συχνά εκείνο στρέφεται εναντίον του. Νιώθει πως ασφυκτιά κάτω απ' το βάρος των επιθυμιών. Ο εγωισμός ξεπηδά μπροστά στη φωτιά και είναι θέμα χρόνου να τη σβήσει. Ο έρωτας δεν είναι ανιδιοτελής. Είναι ασυμβίβαστος. Από την αρχή μέχρι το τέλος του, όπως και ο πόλεμος.”

 Ποιος όμως μπορεί ν' αντισταθεί; Κανείς. Δεν μπορείς να ξεφύγεις απ' τα δίχτυα του. Τι κι αν ξέρεις πως υπάρχει αγάπη ή χωρισμός; Το διάβα του συχνά είναι σύντομο κι επίπονο. Ένα σταυροδρόμι του εγώ με το εμείς. Πόνος κι ευτυχία, γέλιο και δάκρυ και πάλι από την αρχή. Ίσως κι ο ίδιος να ήθελε να είναι παντοτινός και αγνός. Μα τα βέλη του είναι φαρμακερά. Ένα ναρκωτικό που παρασέρνει τις ψυχές σε μια άβυσσο... Εκεί που η σαρκική επιθυμία είναι ο απόλυτος άρχοντας. Εκεί που θύμα και θύτης γίνονται ένα. Κι εκείνος -άγγελος θλιμμένος- μ' ένα κρυφό χαμόγελο κινεί τα νήματα κι απολαμβάνει την άνευ όρων παράδοση μας. Θα τριγυρνά αιώνια, μα... στις ψυχές βασιλεύει για λίγο.... Το παράπονο του...



   

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

ΕΚΕΙ ΠΟΥ Τ’ΑΣΤΡΑ ΤΡΕΜΟΣΒΗΝΟΥΝ



Ψάχνω απόψε να ξαναβρώ εκείνες τις φωτιές,
καυτές ανάσες πάνω στης ψυχής μου τα όρια
να νιώσω του φόβου την έξαψη. Τον κίνδυνο
κι απ' τα σύνορα της λογικής πάλι να ξεφύγω

Τις πληγές που δρόσισαν με δάκρυ οι ματιές
στα χέρια της Λήθης αφήνω δίχως περιθώρια
να χάνεις κάτι δικό σου κι αν είναι επικίνδυνο       
ένα μέρος κρυφό έχω βρει και θα καταφύγω
       
Εκεί, ναι εκεί ψηλά που τρεμοσβήνουν τ’άστρα
σαν μικρό παιδί θα τρέξω τ' ουρανού το λιβάδι
στη χώρα των ονείρων,στα χέρια των Αγγέλων
εκεί, μονό εκεί οι ψυχές αμέριμνες τριγυρνούν

Η μελαγχολία κι η γαλήνη ντυμένες στ' άσπρα
στο ταξίδι αυτό συντροφιά το δικό τους χάδι
το πρόσωπο μου φωτίζει κι ο ήλιος ανατέλλον
εικόνες και αισθήματα, ξάφνου με διαπερνούν
 
Μια γλυκιά φωνή, θα καταργήσει κάθε νομό
μια παιδική σκιά, θα κοντοσταθεί μπρος μου
να πλημμυρίσει το κορμί, χαμένη αθωότητα
σαν μηδενίσει το χρόνο, της Μοίρας το νεύμα

Μες στην καρδιά θα μου δείξει κείνο το δρόμο
να πιστέψω και να γυρέψω πάλι το φως μου
ύστερα να επιστρέψω στην πραγματικότητα
κι η αλήθεια μου σε όλους να μοιάζει με ψέμα...



Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

H TEΛΕΥΤΑΙΑ ΠΤΗΣΗ



" Ήταν τρεις το μεσημέρι, όταν ο Διονύσης έμπαινε στο μικρό διαμέρισμα του. Μόλις είχε σχολάσει από τη δουλειά του. Προγραμματιστής σε εταιρεία πληροφορικής στην Αλεξανδρούπολη. Το πρόσωπό του σκεπτικό και ανήσυχο. Κάτι τον είχε ταράξει μέσα του. Κρέμασε βιαστικά το μπουφάν του και κατευθύνθηκε στη κουζίνα. Γέμισε ένα ποτήρι νερό και επέστρεψε  στο σαλόνι. "Θεέ μου, τι θα της πω τώρα; Θα τη στεναχωρήσω πάλι" μονολογούσε από τη μία. "Που πήγε και έμπλεξε και εκείνη μαζί μου. Ξέραμε και οι δύο οτι ήταν δύσκολο. Έχει τραβήξει τόσα... Πόσο καιρό θα αντέξει ακόμη έτσι..." έλεγε από την άλλη. Ο Διονύσης ήταν σε κατάσταση απόγνωσης. Η αιτία; Η ακύρωση της τριήμερης άδειας του. Περίμενε πως και πως να έρθει ο καιρός για να δει την αγαπημένη του.
   Τ' όνομα της Βασιλική. Παλιοί συμμαθητές και μεγαλωμένοι στις ίδιες γειτονιές της Θεσσαλονίκης. Μέχρι να τελειώσουν το λύκειο, οι επαφές του σχεδόν ελάχιστες και ποτέ δε προσέγγισε ο ένας τον άλλον. Μετά οι δρόμοι τους χώρισαν. Εκείνη κατέβηκε στη Αθήνα για να σπουδάσει στο παιδαγωγικό. Εκείνος σπούδασε πληροφορική στην Θεσσαλονίκη αλλά δε παρέμεινε εκεί. Λάρισα, Ιωάννινα και τώρα Αλεξανδρούπολη στην εταιρεία που είχε ξεκινήσει την πρακτική του. Κι όταν αποφάσισε η μοίρα να παίξει ένα περίεργο παιχνίδι και στους δύο, ξεκίνησε από εκείνον. "Διονύση πήραμε μία μεγάλη εργολαβία στη Αθήνα" ήταν τα λόγια του προϊσταμένου του. "Θέλω να πας εσύ και ο Πέτρος να κανονίσετε τις λεπτομέρειες" το δεύτερο χτύπημα. Δεν του άρεσε η ζωή σε μεγαλούπολη. Για τον ίδιο λόγο δεν επέστρεψε ποτέ μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Άγχος, έλλειψη χρόνου για τον εαυτό σου και πολλά άλλα. Μόλις άκουσε οτι θα κατέβει στην Αθήνα, σάστισε... Η εταιρεία του, μαζί με άλλες πέντε, είχαν επιλεγεί για την αναβάθμιση των υπολογιστών στα δημοτικά σχολεία της Δυτικής Αττικής. Μεγάλη και καλοπληρωμένη δουλειά και με την οικονομική κρίση που είχε ξεσπάσει τότε, δεν είχε περιθώρια να αρνηθεί. "Δεν πειράζει μία εβδομάδα είναι θα περάσει. Μια απλή απογραφή είναι..." έλεγε στον εαυτό του προσπαθώντας να κρύψει την δυσαρέσκειά του. Την τελευταία μέρα είχε μείνει μόνο μία περιοχή να καταγράψουν. Ήταν χαρούμενος γιατί θα τελείωναν σχετικά νωρίς και θα έφευγαν την ίδια μέρα για πάνω. 23ο Δημοτικό Σχολείο Πετρουπόλεως, ο τόπος του εγκλήματος. Όταν μπήκε μέσα στο γραφείο των καθηγητών, ανάτραπηκαν όλα στη ζωή του. Η Βασιλική καθισμένη στο γραφείο της, διόρθωνε μερικά γραπτά των μαθητών της. Μόλις την αντίκρυσε τα έχασε. Δεν της μίλησε όμως. Ήθελε να δει αν και εκείνη τον θυμόταν. Στο μυαλό του, αμέσως ήρθε η εικόνα της από τα χρόνια του σχολείου. " Έχει αλλάξει, αλλά είναι πανέμορφη " η πρώτη του αυθόρμητη σκέψη. Ξεκίνησε να καταγράφει τα μοντέλα των υπολογιστών ώσπου εκείνη σηκώθηκε από τη θέση της. Όταν πέρασε από μπροστά του, τον κατάλαβε αμέσως. "Διονύση;" είπε ξαφνιασμένα. "Βασιλική; Δε σε γνώρισα... Eδώ εργάζεσαι;" απάντησε εκείνος. Ο ανδρικός του εγωισμός δηλαδή... Μετά από περίπου δέκα λεπτά σύντομης κουβέντας με γενικές πληροφορίες για τις ζωές τους, αντάλλαξαν τηλέφωνα. "Το καλοκαίρι αν ανέβεις πάνω, μη διστάσεις να μου τηλεφωνήσεις. Θα χαρώ πολύ να τα πούμε" της είπε φεύγοντας. Η Βασιλική απλά χαμογέλασε...
   Και ήταν εκείνο το καλοκαίρι του 2011 που ξαναβρέθηκαν οι δυο τους μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια. Στην αρχή διστακτική εκείνη. Στο πρώτο τους καφέ, στην πλατεία Αριστοτέλους δεν του είπε σχεδόν τίποτα για τη ζωή της. Οι λόγοι πολλοί και διάφοροι. Είχε κουραστεί ψυχολογικά μέσα της. Διαισθανόταν όμως πως απέναντι της είχε έναν άνθρωπο με καλές προθέσεις. Δεν άργησε να του ανοιχτεί. Ολόκληρο το καλοκαίρι συνομιλούσαν στο τηλέφωνο. Του τα είπε όλα... Για τις σπουδές της, τη γνωριμία με τον άντρα της, το γάμο τους, το παιδί που απέκτησε μαζί του, για τα όνειρα που είχε... Όμως μετά τη γέννηση του μικρού Παναγιώτη, όλα άλλαξαν... Εντάσεις και καυγάδες σε καθημερινή βάση. Αφοσιώθηκαν και οι δύο στο παιδί και στις δουλειές τους. Απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλον, μέχρι που ήρθε το διαζύγιο. Ο Διονύσης από τις πρώτες τους κουβέντες ένιωσε την εμπιστοσύνη της. Έβλεπε μια γυναίκα που ήθελε να συζητήσει και να βγάλει από μέσα της, ότι είχε μαυρίσει την ψυχή της. Φίλους είχε ελάχιστους πια. Η γονείς και τα αδέρφια της, ζούσαν στη Θεσσαλονίκη. Ένιωθε μόνη στην Αθήνα και εκείνος το κατάλαβε... Τον επόμενο Οκτώβρη, είχε ωριμάσει πια μέσα τους αυτό που πραγματικά ένιωθαν. Στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, ένα βροχερό απόγευμα, έδωσαν το πρώτο τους φιλί. Εκείνη δυσκολευόταν να πιστέψει αυτό που ζούσε. Ήθελε χρόνο για να ηρεμήσει και να συνεχίσει τη ζωή της. Ήταν και ο μικρός που σκεφτόταν διαρκώς. Δε ζούσε μόνη. Μ' έναν γιο έξι ετών δεν είχε και πολλά περιθώρια. Η σχέση τους παρέμεινε κρυφή. Κανείς δεν ήξερε, μόνο οι δυο τους. Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς συζήτησαν επί της ουσίας. ¨Θα μείνω εδώ να μαζέψω όσα χρήματα μπορώ. Στην Αθήνα έψαξα για δουλειά, αλλά δεν υπάρχει τίποτα για την ώρα. Μετά θα έρθω κάτω μόνιμα. Θα το κάνω για εμάς. Θα μου λείπεις πολύ... Δύο σαββατοκύριακα κάθε μήνα θα έρχομαι με το αεροπλάνο να σε βλέπω. Ο μικρός θα είναι με τον πατέρα του και θα έχουμε το χρόνο μας. Έτσι δε θα πιεστείς ως προς το παιδί... Θα κάνουμε υπομονή και κάποια μέρα, όταν νιώσεις έτοιμη θα μου τον γνωρισείς. " της είχε πει εκείνος. Η Βασιλική ήταν άνθρωπος που δε λειτουργούσε με το ένστικτό της, αλλά τον είχε ερωτευτεί τρελά και ήθελε να ζήσει μαζί του. "Δε θα βιαστούμε. Ξέρω ότι θα με σεβαστείς και θα με περιμένεις. Το παιδί είναι μικρό ακόμη..." του απάντησε εκείνη. Τα επόμενα δύο χρόνια μέχρι και σήμερα ζούσαν ο ένας για τον άλλον. Η οικονομική κρίση ήταν εμπόδιο για τον Διονύση και αναγκαζόταν να ζει χώρια από την αγαπημένη του. Είχε μια δουλειά που του έδινε κάμποσα χρήματα. Στην Αθήνα η μόνη του επιλογή ήταν να εργαστεί, εποχιακά, σε εστιατόριο οικογενειακού του φίλου. Ποιός όμως θα έπαιρνε τέτοιο ρίσκο στην Αθήνα... Η Βασιλική μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα στο παιδί και στη δουλειά. Η κρίση "χτύπησε" και εκείνη με τη μείωση των μισθών... Κι όμως άντεξαν... Έπαιρναν και έδιναν δύναμη, ο ένας στον άλλον. Υπήρξαν και στιγμές που δοκιμάστηκε η αντοχή τους, αλλά δε σκέφτηκαν στιγμή να χωρίσουν. Ο καιρός κύλησε γρήγορα. Σήμερα το πρωί εκείνος πήγε στο γραφείο του χαρούμενος. Περίμενε να τελειώσει η βάρδια του και να ετοιμαστεί για το ταξίδι. Όμως ένας συνάδελφος του αρρώστησε και έπρεπε να τον αντικαταστήσει. "Άλλες δυο βδομάδες υπομονή" σκέφτηκε όταν περνούσε την πόρτα του σπιτιού του.
  Η ώρα κόντευε τέσσερις το απόγευμα. Δεν τόλμησε να ενοχλήσει την καλή του. Η Βασιλική αυτή την εβδομάδα ήταν στην απογευματινή βάρδια και δεν ήθελε να την αναστατώσει. Επί μία ώρα καθισμένος στο καναπέ του σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν τις στιγμές που έζησε μαζί της. Τις διήμερες αποδράσεις τους, το γέλιο της , το χάδι της... " Όχι, δεν μπορώ να ζήσω άλλο έτσι..." σκέφτηκε και πηγαίνει βιαστικά προς το μικρό του γραφείό. Κάθεται στην καρέκλα και ανοίγει τον υπολογιστή του. Πηγαίνει στην ηλεκτρονική του αλληλογραφία και ξεκινά να γράφει...
"Αγαπημένη μου, επέλεξα να επικοινωνήσω μαζί σου με αυτόν τον τρόπο γιατί δεν είχα το κουράγιο να σου τηλεφωνήσω. Σήμερα μου ακύρωσαν την άδεια... Στεναχωρήθηκα, πικράθηκα μα τώρα που σου γράφω αυτό το μήνυμα, έχω πεισμώσει. Έχουν περάσει πάνω από δύο χρόνια Βασιλική. Σήμερα αυτό που έγινε ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Έχουμε κάνει τεράστια υπομονή και οι δυο μας. Όμως δεν αντέχω άλλο να ζω έτσι. Μου λείπεις πάρα πολύ πια... Τόσο, όσο να φαίνεται και μόνο από το βλέμμα μου. Δεν μπορώ να βάζω τα χρήματα, πάνω απ' αυτό που νιώθω για σένα. Πήρα μία απόφαση που ίσως σε τρομάξει, αλλά θέλω να ξέρεις ότι είναι συνειδητή επιλογή. Θα δηλώσω παραίτηση... Δε θέλω να πανικοβληθείς. Τα χρήματα που έχω μαζέψει είναι ήδη αρκετά. Τα λεφτά έρχονται και φεύγουν από τη ζωή μας συνεχώς αγάπη μου. Οι άνθρωποι που μας σημαδεύουν όμως, μόνο μία φορά. Θα έρθω μόνιμα κάτω... Θα είναι δύσκολο στην αρχή, αλλά δεν θ' αντέξω αν συνεχίσω έτσι. Κι αυτό θα είναι η καταστροφή μου. Τα υπόλοιπα θα τα πούμε όταν τελειώσεις τη δουλειά... Σε φιλώ και σ' αγαπώ...". Κλείνει τον υπολογιστή του. Ήξερε πια, τι έπρεπε να κάνει...
  Αρκετές ώρες αργότερα, η Βασιλική επιστρέφει στο σπίτι της. Ένιωθε ότι θα βρει μήνυμα στον υπολογιστή της. Μόλις το διάβασε σοκαρίστηκε. Ακόμη και ο μικρός της, το κατάλαβε. Του τηλεφώνησε αρκετές φορές, αλλά το κινητό του ήταν απενεργοποιημένο. "Ίσως κοιμάται" σκέφτηκε. "Θεέ μου, τι πάει να κάνει... Κι αν το μετανιώσει;" μονολογούσε... Για περίπου μία ώρα προσπαθούσε να συνέλθει και εκείνος άφαντος... Έβαλε τον γιο της για ύπνο και επιχείρησε να καλέσει το αφεντικό του. Ήταν ανήσυχη... Όχι για πολύ όμως... Μόλις πήρε το ακουστικό στα χέρια της, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Από το άγχος της, δε ρώτησε καν ποιος ήταν. Όταν άνοιξε την πόρτα, αντίκρισε απέναντί της τον Διονύση δακρυσμένο... "Ήρθα αγάπη μου... Ήταν η τελευταία πτήση που κάνω... Ήρθα για να μείνω... Σ' αγαπώ" ψέλλισε... Η Βασιλική έπεσε στην αγκαλιά του και ξέσπασε σε λυγμούς.... Το φιλί τους, με δάκρυα στα μάτια, έδειξε το αυτονόητο,για εκείνους... Ότι ο έρωτας τους, ήταν ανίκητος...".


Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

ΤΟΥΣ ΦΟΒΟΥΣ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ



Η νοσταλγία, δρόμος μοναχικός
που περπάτησα.
Δίχως γυρισμό, σαν από καιρό
χαμένες οι σκέψεις.
Μια πληγή, μου θυμίζει διαρκώς,
όσα πίσω μου άφησα.
Πως για κάτι τόσο φανερό,
στο τέλος να λαθέψεις.

Τους φόβους μου τους αγάπησα,
γιατί μόνο -ποτέ-δε μ’αφήσαν.
Μ' έμαθαν -της μοναξιάς- να νικώ
τ’ άγριο το σκοτάδι.
Κι όλα τα όνειρα που κουβάλησα,
άστρα έγιναν που δε 'σβήσαν.
Κι απόψε με ένα τρόπο μαγικό,
γλυκό τους δίνω χάδι.

Οι φωνές στα βάθη της ψυχής,
ηχώ- μιας υπόσχεσης παλιάς.
Λόγια που ντύθηκαν με σιωπή,
σαν λευκό μέσα στο μαύρο.
Κι εσύ Μοίρα να φανερωθείς,
με στοργή μητρικής αγκαλιάς.
Να μη λησμονήσω όσα έχω πει
και πριν φύγω, κουράγιο να ‘βρω...



Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

ΤA ΔΑΚΡΥA ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ



 Κάθε που γεννιέται ένα παιδί...
 Στη γη πέφτει κι ένας Άγγελος
 Στο πρώτο του χαμόγελο
 Το πρώτο του φτερούγισμα
 Φύλακας στέκεται στο πλευρό του
 Αιθέρια ασπίδα το ντύνει
 Προστάτης και φρουρός.

 Μα σαν το σάλπισμα της μοίρας
 Σκληρό είναι και βίαιο
 Όταν ο μαύρος καβαλάρης
 Κόβει το ασημένιο νήμα
 Aγγέλων δάκρυα πέφτουν στη γη
 Το πρώτο καλωσόρισμα
 Στην καθάρια ψυχή
 Που κατέφθασε στη χώρα τους...


Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Η ΝΥΧΤΑ ΕΧΕΙ Τ’ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ




 -Οι σκέψεις μου αφέθηκαν ελεύθερες
  Πουλιά που ξενιτεύονται στη Γη σου
  Κι εσύ κόρη περήφανη, με θωρείς
  Τη σιωπή ακουμπά το κοίταγμα σου

  Τη μορφή σου ‘μπρος μου σαν έφερες
  Πόθος ζοφερός να γίνω και πληγή σου
  Υπόσχεση, που στην αυγή θα μ’αναιρείς
  Μα τώρα πια η νύχτα έχει τ’όνομα σου

  Μια αλήθεια χαραγμένη, πάνω σε φιλί
  Κι ο έρωτας μες στις σκιές να πλανάται
  Χρυσή λαβωματιά πάνω στο κορμί μου
  Ανάσα κοφτή ψελλίζει-“Είμαι δικιά σου”

  Έχουν οι στιγμές μας, δύση κι ανατολή
  Μα η ψυχή αυτό που βαστά δε φοβάται
  Μες στο σκοτάδι έγινες η αφορμή μου
  Και τώρα πια η νύχτα έχει τ’όνομα σου-


Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

ΕΝ ΛΕΥΚΩ



Μοιάζουν οι ζωές μας με ρίσκο
Μα αν δε παλέψεις, τι αξία έχει
Πάντα δυο λέξεις θα εφευρίσκω
Να ταΐζω τη ψυχή μου, ν'αντέχει

Λευκό έντυσαν το χαμόγελο μου
Η αγάπη βροντοφωνάζει παρόν
Κι αν είναι αλήθεια για καλό μου
Τότε γιατί απόψε είσαι πάλι απών

Ελπίδα τύλιξα γύρω απ’ τις σκέψεις
Όταν στο όριο θα φτασει η αντοχή
Να’ρχεσαι,το νου μου να γιατρέψεις
Φωτιά να γίνεις, να γίνω η βροχή

Τα όνειρα που μου έταξαν πολλοί
Κράτησε τα, μυστικά φυλαγμένα
Κι ότι θες να πεις, καν το με το φιλί
Λόγια κι αν άκουσα,είναι ξεχασμένα

Εν λευκώ κι αν ζω, ένα μόνο ξέρω
Όσα πάνε κι όσα 'ρθούνε στο μετά
Αν νιώσω, αν καώ κι αν υποφέρω
Χρόνια δίχως έρωτα, χρόνια βαρετά..



Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

ΦΛΟΓΑ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ



 Γύρω από τη μαύρη λίμνη σύρθηκαν οι μνήμες 
 Εκεί που βασιλεύει η χρυσό-πορφυρή ματιά της
 Άνεμος -πιστός εραστής- γαληνεύει τα νερά της
 Μα πάνω τους είδωλα ξεφτίζουν και χάνονται

 Καρτέρι στήνει το βλέμμα , μα είναι μέρες δρίμες
 Τη μορφή της αποφεύγεις και τη λαβωματιά της
 Σαν σειρήνας κάλεσμα, ξεγελούν τα δάκρυά της
 Σε παγίδα αόρατη, οι σκέψεις σου τώρα πιάνονται

 Την παγερή της όψη σκεπάζει η μάσκα του πόνου
 Της ζωής σου ο μίτος, ξετυλίγεται μπροστά της
 Ραγίζουν οι φωνές βαθιά μέσα σου και ξεσπούν
 Μα πάντα -η Μοίρα- με το χρόνο θα ερωτοτροπεί

 Στης ψυχής το άβατο είν’ η αίθουσα του θρόνου
 Ουδείς-μηδέ κι εκείνη- πάτησε ποτέ τα σκαλιά της
 Της καρδιάς σου οι χτύποι εκεί μέσα κατοικούν
 Μια θύμηση -ανέγγιχτη- ρίχνει φλόγα στη σιωπή...




Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

ΠΑΡΕ ΜΟΡΦΗ



Λένε πως, στη χώρα εκείνη που κατοικείς
Γνέθεις το νήμα κι αερικό είσαι του χρόνου
Στο δάκρυ σε βάφτισαν μάγισσα του πόνου
Φως και σκοτάδι. Σαν λυτρώνεις κι αδικείς

Έχω δει τα πρόσωπά σου, μα δε σε γνωρίζω
Έχω νιώσει τα φιλιά σου, μα δεν νοσταλγώ
Πληγές γίνανε τα λόγια σου και τα τραγουδώ
Είσαι πάντα εκεί, μα τη μορφή σου δεν ορίζω

Κάλεσμα σου κάνω απόψε κι έλα εμπρός μου
Κι όλα εκείνα που κρατάς, εγώ να σου χαρίσω
Αγάπη κι Έρωτα, Χαρά και Λύπη να σε ντύσω
Κι όταν τα νιώσεις,φύγε σαν να ‘σαι εχθρός μου

Ίσως τότε να έβλεπες κι εσύ γιατί μες στη ζωή
Άλλοι νιώθουν πως, είσαι η σκιά που πλανάται
Ψυχρή και αδίστακτη, που στιγμή δεν λυπάται
Κι όμως, πρέπει έτσι κανείς να ‘χει μάθει να ζει

Κι άλλοι πολλοί θα είπαν πως, είσαι ευλογημένη
Αν με τα χρόνια, σε δρόμους ευτυχίας τους πας
Μα στ’αλήθεια δε ξέρω αν φτιάχνεις ή σκορπάς
Μα ούτε για ποιάν αιτία είσαι κι εσύ φτιαγμένη

Φανερώσου σε μιαν ευχή στερνή που θα κάνω
Δείξε τη μορφή σου κι ας είμαι εγώ κοινός θνητός
Φανερώσου κι έλα δείξε μου ποιος είν’ ο σκοπός
Και σε ποιαν έξαψη θεϊκή γεννήθηκες επάνω...



Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

PAIN vs LOVE



 Σ’αναζητώ στη σιωπή-εκείνη-που γεννήθηκε,
 σαν ακούμπησα στερνή, τα δυο σου χείλη...
 Ψιθυρίζω τ'όνομά σου και μ’αποκρίθηκε
 η Μοίρα-πως ξανά, τον πόνο θα μου στείλει...

 Πάνω στο είδωλο, ξάφνου χαράχτηκαν
 ξεχασμένα σημάδια της νιότης μου...
 Οι εμμονές και οι φόβοι, απαλλάχτηκαν
 από το βάρος της βεβαιότης μου...

 Τα δάκρυα, μιας ανάμνησης είναι οι αλυσίδες
 που θα σέρνω στο γαϊτανάκι των σκέψεων...
 Κι αν ποτέ σου- μέσα μου χάθηκες- θα είδες
 πως ο πόθος, είναι ο δήμιος των λέξεων...

 Τη στιγμή εκείνη, που ο χρόνος ηττάται,
 νέκταρ ηδονής που γέννα την αθανασία...
 Έρωτας. Αδάμαστος ορμή που δεν αιτιάται
 μα η Λήθη σε δικάζει για εσχάτη προδοσία...




Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

ΠΟΥ ΠΑΕΙ Η ΑΓΑΠΗ ΣΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙ



   Δες πως ραΐζουν οι καρδιές
   στο πέρασμά του χρόνου,
   αφουγκράσου τις κραυγές
   στο άγγιγμα του πόνου

   Ποιο θέλημα προστάζει
   βλέμματα να τρέχουν αίμα
   και τι είναι 'κείνο που αλλάζει
   την αλήθεια σ’ ένα ψέμα

   Και ποιας θλίψης είναι ορμή
   να κοπάσει μέσα η φωτιά,
   όταν θα φωλιάσει στο κορμί
   το μίσος που στάζει η ματιά

   Δες πως αδειάζουν οι ψυχές
   στη λύπη έχουν όλοι μερτικό,
   μα σαν τελειώνουν οι αντοχές
   η λήθη είναι πια το γιατρικό
 
   Ποιο όνειρο τράπηκε σε φυγή
   για τη χώρα που πίσω δε γυρνάς
   και ποια λογική θα σου εξηγεί
   πως ότι έζησες γρήγορα ξεχνάς

   Μα αν μια νέα πορεία στη ζωή                            
   στ’αδράχτι η Μοίρα θα υφάνει,
   ποιος άραγε ξέρει να μου πει
   που πάει η αγάπη σαν πεθάνει...


 
   

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΚΑΡΤΕΡΕΜΑ

  

     -Στης ψυχής το ημέρωμα
      Από το άδειο το κορμί της
      Θα ακούσεις τη φωνή της
      Λίγο πριν το φανέρωμα

      Να ξεδιψάσει τη φωτιά
      Να τρέξει πάλι λεύτερη
      Ζωή δεν έχει δεύτερη
      Δες την, πως σε κοίτα

      Ο χρόνος δεν την ορίζει
      Η λογική της, η καρδιά
      Σαν τελειώνει η βραδιά
      Μια λέξη σου ψιθυρίζει

      Δώσε της πέτρα και νερό
      Σύνορα δεν έχει η αγάπη
      Και στης μοίρας το κιτάπι
      Να γράψεις πόνο φανερό

      Να σωπάσει το καρτέρεμα
      Να γίνουν οι σιωπές, πνοές
      Να πάρουν φωτιά δυο ζωές
      Λίγο πριν το ξημέρωμα...


Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

ΨΊΘΥΡΟΙ



Ερωτευτήκαμε από την πρώτη στιγμή παράφορα.
“Τι πάμε να κάνουμε, είναι μια τρέλα” μου ψιθύριζες στα πρώτα μας φιλιά.
“Δεν με νοιάζει” σου απάντησα. Όταν το πάθος κυλά στις φλέβες, παραδίνεσαι έτσι απλά.
Το βράδυ που κάναμε έρωτα για πρώτη φορά, συνεπαρμένοι και οι δύο, κοιταχτήκαμε για κάμποση ώρα σιωπηλοί.
“Όταν τελειώσουν οι μέρες και φύγω πως θα αντέξουμε; O χειμώνας και η απόσταση θα μας λυγίσουν” μου είπες. Ήταν και η μοναδική φόρα που πήρα το βλέμμα μου από εσένα.
“Θα το παλέψουμε γιατί είναι δυνατό αυτό που υπάρχει μεταξύ μας” σου απάντησα, μα μέσα μου έτρεμα αυτό που θα ερχόταν.
Την τελευταία μέρα πριν φύγεις κλαίγαμε και οι δυο σαν μικρά παιδιά.
“Να θυμάσαι ότι σ’αγαπώ πολύ. Δεν ξέρω τι άλλο να σου πω”.
“Θα μου λείψεις μικρή μου. Θα σε περιμένω” .
 Πάνε 4 μήνες από τότε. Στο νησί ο χειμώνας είναι εκνευριστικά μελαγχολικός. Τις μέρες τις “πάλευα” κυρίως με τη δουλειά. Τις νύχτες κατάφερνα να τις “δελεάζω” διαφορετικά. Τα τηλεφωνήματά σου αραίωσαν τον τελευταίο καιρό. Ήσουν βυθισμένη στα βιβλία σου. Κι απόψε έτσι όπως καθόμουν στο μικρό μου μπαλκόνι και η ματιά μου αντάμωνε τη θάλασσα, είχα τόσο ανάγκη να σ’ ακούσω. Έκλεισα τα μάτια μου και σε έφερα κοντά μου. Όπως ήσουν, όπως θα ήθελα να ήσουν. Άρχισε να βρέχει και το κρύο ανυπόφορο. Ο βοριάς χτυπούσε το πρόσωπό μου επιτακτικά και επίμονα. Μα τη στιγμή αυτή, δε θα τη χαλούσε τίποτα.
“Είμαι εδώ για σένα. Κράτα λίγο ακόμη”.
“Σε σκέφτομαι συνέχεια. Μη μου πέφτεις”.
“Είναι πολύ δύσκολο να μη σε βλέπω”.
“Μου λείπει το φιλί μας”.
“Θέλω να κάνουμε έρωτα όπως την πρώτη μας φορά”.
“Είμαι πολύ ερωτευμένη μαζί σου”.
“Θα περάσει ο καιρός”.
“Σ ‘αγαπώ”.
  Αυτή η ακαταμάχητη γοητεία των ψιθύρων σου, έγινε το αντίδοτο στη μοναξιά μου. Από την πρώτη μέρα που έφυγες. Τα λόγια σου, έγιναν η μουσική μου τα βράδια. Η βροχή έξω άρχισε να δυναμώνει. Κόντευε 3 το ξημέρωμα. Οι στιγμές μας, τριγύριζαν συνέχεια μεσ’ το μυαλό μου. Αυτά που ζήσαμε και αυτά που προσμένουμε, πιασμένα χέρι-χέρι. Μάχη δίνει ο έρωτας με το χρόνο, μα αντέχει. Ο πιο βαρύς χειμώνας ήταν αυτός μέσα μου... Μα εσύ με κράτησες όρθιο... Οι ψίθυροι σου στο σκοτάδι... Λίγο πριν χαθώ στα μονοπάτια του Μορφέα, γύρισα προς τη μεριά σου. Στο άδειο μου κρεβάτι, το χαμόγελο σου ήταν εκεί. Ξανά... "Άπλωσες" το χέρι σου και μου "χαϊδέψες" απαλά τα μαλλιά. Όπως μου άρεσε να κάνεις...
“Να με δεις στα όνειρα σου”. Ένα φιλί κι ύστερα χάθηκες.
“Καληνύχτα αγγελούδι μου” κι αποκοιμήθηκα...


** ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟΝ Β' ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ EYELANDS
(FLASH FICTION - 500  ΛΕΞΕΙΣ).



Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

ΓΙΝΕ ΦΩΤΙΑ


...Μη με κοιτάς
Έλα κοντά
Γίνε φωτιά
Σαν με κρατάς

Στην αγκαλιά
Να λυτρωθώ
Και να μεθώ
Μες τα φιλιά

Μη μου μιλάς
Δώσμου πνοή
Παίρνω ζωή
Σαν με φιλάς

Γίνε τραγούδι
Κι ο στεναγμός
Γλυκός καημός
Ψυχής λουλούδι

Μη με κοιτάς
Έλα κοντά
Γίνε φωτιά
Σαν με κρατάς

Πριν την αυγή
Σε μια στιγμή
Ηδονής ορμή
Έρωτα κραυγή

Σωμάτων χορός
Η ανάσα κοφτή
Παράδοση αμαχητί
Πόθος τιμωρός

Τέλος χρόνου
Ατέρμονη σιωπή
Χαρά μου ελλιπή
Νεράιδα του πόνου

Μη με κοιτάς
Έλα κοντά
Γίνε φωτιά
Σαν με κρατάς...


Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

ΠΟΙΟΣ ΚΑΙ ΤΙ



-Ποιος δίπλα μου θα σταθεί
Όταν θα βρεθώ στο τέλμα
Σαν με κόψει σαν το σπαθί
Και βαδίσω προς το τέρμα...

Ποιος θα χαρίσει το φως
Να ζήσω πριν αποθάνω
Να έχει νόημα ο σκοπός
Και η ορμή που φτάνω...

Ποιος σε μένα θα τρέξει
Να δώσει την ευκαιρία
Κάνεις τους δεν θ' αντέξει
Τη δύσκολη αυτή πορεία....

Τι είναι αυτό που προστάζεις
Κι εσύ μ' έχεις εγκαταλείψει
Ξέρω πως πάλι θα γιορτάζεις
Γύρω απ' τη δική μου θλίψη...

Τι λόγια φύλαξες για το τέλος
Ποια συμπόνοια με κερνάς
Τα δικά μου θα γίνουν βέλος
Να με θυμάσαι, σαν πονάς

Τι είναι σωστό και τι πρέπει
Περηφάνια άλλη πια δεν έχω
Η ψυχή μου καθαρά το βλέπει
Πως έχω βαρεθεί ν' αντέχω-




Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

ΔΩΔΕΚΑ ΚΑΙ ΕΝΑ


Θέλω να μείνω μόνος...
Ίσως γιατί έχω ανάγκη να κρυφτώ μες το εγώ μου.
Μη με ρωτάς γιατί, ούτε αν είναι για καλό μου.
Δεν έχει λογική ο πόνος...

Το παράθυρο κλείνω ερμητικά...
Ξαπλώνω στο άδειο μου ντιβάνι.
Τα όνειρα μου πια δεν έχουνε ταβάνι.
Μα ακόμη τα αγνοώ επιδεικτικά...

Δώδεκα και ένα σημαδεύουν οι δείκτες...
Σαν ψίθυρος ακούγεται η σιωπή μου.
Όλα όσα έζησαν και πέθαναν μαζί μου.
Πληγές γίνανε -Νύχτα πάνω μου ρίχτες...

Ότι -μέσα μου- έθαψα, δειλά θα ξεπροβάλλει...
Να μου θυμίσει πως κουβαλάω το παρελθόν.
Να του θυμίσω πως υπάρχει και παρόν.
Και στη “φωλιά” του θα τρυπώσει πάλι...

Μοιάζει απόψε με εξιλέωση και δράμα...
Σαν από καιρό, απέναντι στη Μοίρα.
Δεν ξέρω αν άξιζε η απόφαση που πήρα.
Μα ακόμη καρτερώ, της Ψυχής το νάμα...




Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ΤΟ ΡΟΔΟ


-Πολύ πριν την εποχή των ανθρώπων-

“Όταν το βλέμμα του Ουρανού αντάμωσε εκείνο της Θάλασσας, γεννήθηκε ο Έρωτας...
Με τον πιο ζεστό του ήλιο την έντυνε εκείνος, για να τη ζεστάνει.
Το πιο βαθύ της μπλε εκείνη, γαλήνη γεμάτη.
Τ’αστέρια του τις νύχτες, διαμάντια στο κορμί της.
Μια μελωδία ερωτική-των κυμάτων της- του σιγοτραγουδούσε.
Καθρεφτίζονται μέρα-νύχτα, ο ένας πάνω στον άλλον.
Αιώνια απέναντι αποφάσισε, του Δημιουργού τους το χέρι.
Κι αν κάποιο σύννεφο έμπαινε ανάμεσα τους, πείσμωνε εκείνος και ξεφυσούσε με ορμή.Αντάριαζε και εκείνη.
Κι όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο μεγάλωνε και η λαχτάρα τους.
Να βρεθούν μαζί...
Μα ήταν πέρα από τις δυνάμεις τους και τότε ξέσπασαν.
Η οργή έγινε άνεμος...
Τα δάκρυα όξινη βροχή...
Η θλίψη της, μαύρος ωκεανός...
Μια άγρια επίδειξη της φύσης...
Ώσπου η Ανώτερη Δύναμη τους κάλεσε κοντά και ήταν τα λόγια τους ευχή..
Να γίνει έστω για μια φορά, το ακατόρθωτο.
Και τελικά πείστηκε....
Πάνω στην πλάτη του ουρανού έχτισε Φεγγάρι.
Ολόγιομο στολίδι, πρώτο και παντοτινό να θυμίζει το θαύμα.
Πήρε ο Ουρανός μορφή αρσενική, σαν ξωτικό.
Η Θάλασσα, νεράιδα να τον καρτερεί πλάι στον βράχο.
Με το λαμπρό δίσκο στέμμα στα μαλλιά της, φιλί έδωσαν πρώτο μα και στερνό και έγιναν ένα...
Τα πάθος τους έγινε σπόρος κι εκεί που το γαλάζιο του ενώθηκε με το μπλε της, φύτρωσε το πιο όμορφο λουλούδι.
Το Φεγγάρι μαγεμένο, έριξε το φως του πάνω του και εκείνο άνθισε...
Έτσι σε κάθε πανσέληνο-του Φεγγαριού το Ρόδο-θα θυμίζει σε όλους παντοτινά τον πρώτο μεγάλο Έρωτα.
Ουρανός και Θάλασσα...”




Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

ΘΥΣΙΑ



        ...Θυμός και οργή,
        ένα μονοπάτι γεμάτο θλίψη.
        Έχω μάθει να μιλάω στη σιωπή.
        Έχω δει το απέραντο, του χάους.
        Οι Άγγελοι, μ’έχουν εγκαταλείψει.
        Μέσα στην οδύνη μου,
        στο βωμό της άρνησης, μιαν ευχή.
        Το θολό μου είδωλο 
        -όσες κι αν λησμονήσω- 
        πάλι εμπρός μου να φανεί.

        Καταλαγιάζουν οι φόβοι.
        Οι στιγμές γίνανε αναμνήσεις.
        Λουλούδι που "μαράθηκε", το μίσος.
        Οι Σειρήνες πάλι θα φανούν,
        μα οι αισθήσεις μου πάγωσαν.
        Μέσα στην αποδοχή μου, 
        μια αφορμή θα γενεί η αιτία
        τις πληγές μου να ξαναχαράξω.
        Και προσωρινά,θυσία στη θυσία μου,
        να "λυτρωθούν" τα πάθη...




Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

ΟΤΑΝ Η ΨΥΧΗ ΦΑΝΕΡΩΝΕΤΑΙ



"Μαζί της ξεχύνονται σαν αγρίμια
 Τα γέλια των ερωτευμένων...

 Φωτιές ανάβουν
 Τα φιλιά που μέθυσαν στο πάθος...

 Γιορτή η κάθε αγκαλιά
 Τα σώματα την αποζητούν...

 Δάκρυα χαράς και πόνου
“Πληγές” ...φυτρώνουν εδώ κι εκεί....

 Στην απουσία που φωνάζει
 Και σπάει τη σιωπή τις νύχτες...

 Στο λυγμό της λησμονιάς
 Όταν ντύθηκαν στα μαύρα τα όνειρα σου...

 Στην απώλεια...
 Στο θάνατο που ήρθε αναπάντεχα...

 Σ’ένα τρελό απόγευμα
 Που απαρνήθηκες την ευτυχία...

 Στις στιγμές που κάνεις μιαν ευχή
 Και η καρδιά σου... ψιθυρίζει...

 Σε ότι πόθησες και αναζήτησες
 Σε όλα όσα ξέχασες...

 Κάθε που φανερώνεται η ψυχή 
 Ένα αστέρι γεννιέται στον ουρανό
 Άπιαστο...όπως εκείνη
 Μα ζει αιώνια...
 Όπως αιώνιες και οι φορές
 Που “αντίκρυσες” την ψυχή σου..."


   

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ



   Ο Νίκος είναι ένας συνταξιούχος πια συγγραφέας και όταν οι φίλοι του συχνά τον πικάρουν με φράσεις όπως "Μόνο οι πεθαμένοι δε γράφουν καημένε... εσύ γιατί τα παράτησες;" πάντα απαντούσε σαρκαστικά, όπως συνήθιζε... "Το μήλο αν σαπίσει δεν τρώγεται, είναι για πέταμα" υπονοώντας ότι είχε γεράσει. Κόντευε εβδομήντα και ας μη του φαινόταν... Έλα όμως που λογάριαζε χωρίς τη μεγάλη του αδυναμία. Έχοντας στο κόσμο μόνο τη μοναχοκόρη του και την οικογένεια της, όλη του η προσοχή είχε πέσει στον εγγονό του. Το μικρό Νικόλα. Αυτός ο μικρός διαβολάκος, όπως τον αποκαλούσε, θα του άλλαζε έστω και προσωρινά τη ζωή...
  Ήταν Κυριακή απόγευμα.Όπως και στα περισσότερα σπίτια είναι η ιδανική μέρα για συναντήσεις και οικογενειακές μαζώξεις. Ο Νίκος είχε τρομερή αδυναμία στην Ελένη, την κόρη του αλλά ο λόγος που περίμενε με λαχτάρα τις Κυριακές ήταν ο μικρός. "Παππού, παππού!" φώναζε και στην καρδιά του Νίκου φύτρωναν τριαντάφυλλα... Δεν είχαν περάσει άλλωστε παραπάνω από τέσσερα χρόνια από τότε που έχασε τη γυναίκα του και αυτές οι στιγμές ήταν η θεραπεία του...
  Μόλις είχε τελειώσει το καθιερωμένο γεύμα... Ο Νίκος με το γαμπρό του, τον Ανδρέα, όταν είχε καλό καιρό, κάθονταν συχνά παρέα στο μικρό κήπο στην αυλή του σπιτιού. Ήταν απαίτηση της γυναίκας του αυτό το μικρό κιόσκι. Είχε μεγαλώσει σ' ένα τέτοιο σπίτι η Ειρήνη και ο Νίκος δεν της είχε χαλάσει ποτέ του χατίρι. Η κόρη του στην κουζίνα συγύριζε και ετοίμαζε τον απογευματινό καφέ. Τέτοιες στιγμές πάντα, εκείνος την πείραζε:
-Σαν τη μάνα σου κι εσύ ρε παιδάκι μου. Μη δεις ακαταστασία στην κουζίνα κάτι σε πιάνει!!
-Σε καλομάθαμε και σε προσέχουμε! απαντούσε η Ελένη με νάζι. Είχε να το λέει ο Νίκος. Καμάρωνε σε όλους, πως οι γυναίκες της ζωής του ήταν νοικοκυρές. Ο ίδιος δε, χωμένος στα βιβλία του, καμία επαφή με νοικοκυριό... Γι’ αυτό συχνά πυκνά, στις αναφορές του στη γυναίκα του, την αποκαλούσε ήρωα...
  Ο παππούς Νίκος στην καρέκλα του ξεφύλλιζε την κυριακάτικη εφημερίδα του, ο μπαμπάς Ανδρέας έπαιζε με το γιο του και τότε έγινε αυτό που θα άλλαζε το μέλλον όλων...
  Ο μικρός γυρόφερνε τον παππού του, ώσπου μια στιγμή στάθηκε μπροστά του και κοίταξε σ' ένα σημείο της εφημερίδας... Είχε κολλήσει σε μια λέξη...
-Τι είναι Νικολάκη; Τι κοιτάζεις εκεί στην εφημερίδα του παππού; φώναξε η μαμά του σχεδόν ανήσυχη, μη χαλάσει την ηρεμία του πατέρα της ο μπόμπιρας.
Τότε ο μικρός δίχως να χάσει στιγμή, με την παιδική αθωότητα ενός δεκάχρονου, ρώτησε:
-Παππού... τι είναι ο... παράδεισος;
-Πώς σου ήρθε τώρα αυτό; σάστισε εκείνος...
-Να, το βλέπω εδώ που το γράφει! είπε ο μικρός και έδειξε με το δάχτυλό του... Παππού υπάρχει ο παράδεισος;
-Γιατί δε ρωτάς τη δασκάλα σου αύριο; είπε βιαστικά εκείνος, δείχνοντας μια μικρή δυσφορία...
-Ναι, να ρωτήσεις τη δασκάλα σου! είπε η Ελένη και έκανε να τον τραβήξει παραπέρα...
-Όχι... εγώ θέλω ο παππούς να μου πει φώναξε δυνατά ο Νικολάκης. Η δασκάλα μας είπε ότι οι μεγαλύτεροι είναι πιο σοφοί από εμάς και έχουν απαντήσεις σχεδόν για όλα! είπε ο μικρός και αποστόμωσε και τους τρεις που ήταν γύρω του...
-Εντάξει λοιπόν, κάθισε εδώ δίπλα μου να σου πω τι είναι ο παράδεισος ή όπως τον φαντάζομαι τουλάχιστον... απάντησε ο παππούς, παραδεχόμενος στη χροιά της φωνής του, την ήττα του από τον πεισματάρη εγγονό...
O μικρός πλησίασε και κάθισε δίπλα του, με βλέμμα καρτερικό.
-Η γιαγιά σου έχει τέσσερα χρόνια που μας άφησε. Ο κήπος που έχουμε απέναντι μας, ήταν δικό της δημιούργημα...
-Ναι παππού, αλλά τι σχέση έχει αυτό με τον παράδεισο;  είπε νευρικά ο μικρός.
-Έχει γλυκέ μου... Ο παράδεισος είναι σαν αυτόν εδώ τον κήπο που βλέπεις. Απλά είναι λίγο πιο μεγάλος... Ένα περιβόλι...
-H γιαγιά δηλαδή πήγε σ' έναν τέτοιο κήπο; είπε ο Νικολάκης και στο πρόσωπο του παππού του, φάνηκε η θλίψη...
-Μη διακόπτεις τον παππού... είπε η Ελένη, νιώθοντας ότι ο πατέρας της ταξίδευε στο παρελθόν εκείνη τη στιγμή... Ήδη από την παρομοίωση που έκανε για τον παράδεισο, ένιωσε πόσο πολύ του είχε λείψει η μητέρα της...
Πέρασαν κάμποσα λεπτά μέχρι να σηκώσει το βλέμμα του ο Νίκος. Ήταν ακόμη μία, από εκείνες της στιγμές που τον λύγισαν οι αναμνήσεις. Μετά βίας κράτησε τα δάκρυά του και όταν βρήκε τη δύναμη, συνέχισε τα λόγια του:
-Ο κήπος που έχουμε εμείς, έχει δέντρα γύρω-γύρω και πολλά όμορφα λουλούδια στη μέση που φύτεψε η μαμά σου. Στον παράδεισο τα πράγματα τα φαντάζομαι λίγο διαφορετικά. Είναι καταπράσινος, έχει πάντα καλό καιρό εκεί άλλα είναι χωρισμένος στη μέση. Τον διαπερνά ένα μεγάλο ποτάμι που ποτίζει ότι φυτρώνει μόνο από τη μια πλευρά...
-Γιατί παππού μόνο από τη μία μεριά; Τα υπόλοιπα δέντρα δε θα διψάσουν; Θα ξεραθούν έτσι!! πετάχτηκε ο μικρός, σχεδόν με θυμό...
Ο παππούς και οι γονείς του χαμογέλασαν με τα νάζια του μικρού και την επιμονή του...
-Θα σου πω γιατί αγάπη μου... συνέχισε εκείνος. Τον παράδεισο, όπως θα σας είπε και η δασκάλα σας, τον έφτιαξε ο Θεός μας. Έβαλε τα καλά δέντρα από τη μια μεριά και τα λιγότερο καλά από την άλλη... Στη μέση ένα ποτάμι να ποτίζει μόνο τα καλά δέντρα. Τα υπόλοιπα είναι απέναντι από το ποτάμι μα δεν ποτίζονται... Αλλά είναι και αυτά εκεί στο παράδεισο...
-Ουφ!!.. παππού με μπέρδεψες!! Δεν κατάλαβα τίποτα! είπε με παράπονο ο μικρός.
-Μια χαρά στα λέει ο παππούς... Για φτιάξε μια εικόνα στο μυαλό σου μ' ένα μεγάλο περιβόλι... είπε ο Ανδρέας.
-Έφτιαξα αλλά γιατί καλά και λιγότερο καλά δέντρα; είπε με απορία ο μικρός...
-Έχεις δίκιο που παραπονιέσαι, είπε ο Νίκος. Θα σου πω γιατί στον παράδεισο, έτσι όπως τον φαντάζομαι εγώ τουλάχιστον, υπάρχουν καλά και κακά δέντρα... Στη ζωή μας ανάλογα με αυτά που κάνουμε, αν είμαστε καλοί άνθρωποι και κάνουμε καλές πράξεις δηλαδή, η ψυχή μας ανταμείβεται από το Θεό. Έτσι στη μια μεριά που υπάρχουν τα καλά δέντρα κατοικούν οι ψυχές που ήταν καλές. Και ο Θεός έφτιαξε ένα ποτάμι εκεί να τα δροσίζει και να τα κρατά γεμάτα καρπούς αιώνια!
-Και τα άλλα παππού είναι οι κακές ψυχές; ρώτησε ο Νικολάκης...
-Ναι καλέ μου... Είναι οι λιγότερο καλές ψυχές... Είναι τα δέντρα που δεν έχουν φύλλα και καρπούς... Ούτε ποτάμι να τα ποτίζει...
-Παππού η δασκάλα μας είπε πως υπάρχει παράδεισος και κόλαση! Στην κόλαση δεν πηγαίνουν οι κακές ψυχές;  ρώτησε ο μικρός.
-Όχι Νικολάκη. Δε συμφωνώ εγώ με τη δασκάλα σου... Σου λέω πως φαντάζομαι  εγώ τον παράδεισο... Για μένα δεν υπάρχει κόλαση. Όλες οι ψυχές πηγαίνουν σε αυτό το μεγάλο περιβόλι, άσχετα αν λέγεται παράδεισος ή όχι...
-Ανάλογα με το αν ήταν καλή ή όχι, η ψυχή, θα κάνει μια φωλιά σε δέντρο με φύλλα ή σε ένα ξεραμένο συμπλήρωσε η Ελένη... προσπαθώντας να δώσει στο γιο της να καταλάβει τι του έλεγε ο παππούς...
-Αυτό ακριβώς! Και επειδή είπες για κόλαση μικρέ μου, θα σου πω ότι στο δικό μου μυαλό δεν υπάρχει. Ο Θεός τους συγχωρεί όλους και αυτό είναι το μεγαλείο Του… Γι’ αυτό επέλεξε να έχει όλα τα δέντρα, όλες τις ψυχές κοντά του. Και τις καλές και τις κακές, στο περιβόλι Του...
-Παππού, πιστεύεις ότι η γιαγιά είναι σ' ένα καλό δέντρο; ρώτησε ο μικρός στεναχωρημένος... Ο Νίκος τότε λύγισε...
-Ναι καρδιά μου, εκεί είναι τώρα και μας χαμογελά... απάντησε σκουπίζοντας τα δάκρυά του...
-Κι εσύ και εμείς μικρέ μου, αν είμαστε καλοί άνθρωποι, θα πάμε κάποια στιγμή να τη βρούμε. Θα μας περιμένει εκεί... είπε ο πατέρας του μικρού.
-Παππού σε λίγο καιρό έχω τα γενέθλιά μου!! φώναξε ο Νικολάκης...
-Το ξέρω βρε διαβολάκο, λες να το ξέχασα; απάντησε ο παππούς...
-Όχι, αλλά κάθε χρόνο με ρωτάς τι δώρο θέλω!! είπε ο μικρός χαμογελώντας με νόημα...
-Ναι... αποφάσισες κιόλας τόσο νωρίς; Έχουμε τρεις μήνες μέχρι τα γενέθλιά σου... είπε ο Νίκος γελώντας...
-Έλα, αρκετά Νικολάκη. Ν’ αφήσουμε τον παππού να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί, είπε η Ελένη. Ξέρει ότι το παιδί της, άμα βάλει κάτι στο μυαλό του δε βγαίνει εύκολα και δεν ήθελε να βλέπει άλλο τον πατέρα της στεναχωρημένο...
-Όχι καλά είμαι… είπε ο Νίκος... Άφησέ τον να μου πει. Μπορεί να μου ζητήσει κάτι δύσκολο και να θέλω όντως τρεις μήνες να το βρω! είπε χαϊδεύοντας το κεφαλάκι του μικρού τρυφερά...
-Παππού, μου έχει δείξει η μαμά όλα σου τα βιβλία...
-Τι σχέση έχουν τα βιβλία με το δώρο σου; είπε νευριασμένα η μητέρα του...
-Άφησέ τον να μου πει... αποκρίθηκε ο Νίκος.
-Έχουν σχέση.... Παππού έχεις γράψει ποτέ για τον παράδεισο; ρώτησε ο Νικολάκης και τα πρόσωπα των γύρων του ξαφνικά σοβάρεψαν...
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και μετά ήρθε το τελειωτικό χτύπημα...
-Παππού αυτό θέλω για δώρο... να γράψεις κάτι για τον παράδεισο!! Μία ιστορία για το περιβόλι που μου είπες... Θα το κάνεις αυτό για μένα;... είπε με νάζι ο μικρός...
-Μα τι λες; O παππούς δε γράφει πια... είναι μεγάλος άνθρωπος. Βρες κάτι άλλο για δώρο... είπε η Ελένη με ύφος αυστηρό... Για λίγα λεπτά δε ξαναμίλησε κανείς.
 Μέσα στο μυαλό του Νίκου τα "όχι" έπεφταν βροχή, αλλά η καρδιά του άλλα έλεγε. Ο μικρός τον βοήθησε να καταλάβει κάτι που αγνοούσε. Η Ειρήνη ήταν όλη του η ζωή. Όλοι όσοι τον έζησαν από κοντά, το έβλεπαν. 'Ήταν όλη η δύναμή του. Κι όμως ποτέ του δεν είχε γράψει κάτι για εκείνη... Ότι τον πόνεσε αυτή η διαπίστωση, φανερώθηκε τη στιγμή που σηκώθηκε και περπάτησε προς τον κήπο μόνος του...
-Μα είναι δυνατόν; μονολογούσε ψιθυριστά...
Πως δε σκέφτηκε ποτέ του να γράψει κάτι για εκείνη; Είχε πληγωθεί και ήταν φανερό. Μέσα του ένιωθε τύψεις γι' αυτό που μόλις ανακάλυψε... Η γυναίκα που είχε δίπλα του τριανταπέντε χρόνια και ήταν τα πάντα για εκείνον, όσα κείμενα κι αν διάβαζε από τα χέρια του ήταν όλα ‘’δικά’’ του και κανένα ‘’δικό’’ της...
-Πατέρα είσαι καλά; Η φωνή της κόρης του διακόπτει το διάλογο με τον εαυτό του...
-Καλά είμαι... απάντησε εκείνος με σκυφτό κεφάλι...
-Πες μου τι σκέφτεσαι; τον ρώτησε η Ελένη καθώς τον πλησίαζε.
-Έχει δίκιο ο μικρός... αποκρίθηκε ο Νίκος.
Στον κήπο είχαν απομείνει οι δυο τους. Ο Ανδρέας είχε πάει με το παιδί μέσα στο σαλόνι γιατί κατάλαβε την κατάσταση του πεθερού του.
-Τι δίκιο έχει; είπε ξαφνιασμένη η Ελένη. Ένα μικρό παιδί είναι… Μη δίνεις σημασία στα λόγια του. Αύριο μεθαύριο θα δει κάποιο παιχνίδι σε καμία βιτρίνα και θα ξεχάσει αυτά που είπε. Ο Νίκος παρέμεινε σιωπηλός... Τότε εκείνη συνέχισε:
-Ξέρεις πως είναι τα παιδιά... Είδα πόσο στεναχωρήθηκες πριν που αναφέρθηκες στη μαμά... Ξέρω ότι πονάς ακόμα και δεν το έχεις ξεπεράσει... είπε η κόρη του.
-Έχει δίκιο το παιδί Ελένη... Ο μικρός είναι στα δέκα, εγώ κοντεύω τα εβδομήντα και μου έβαλε τα γυαλιά σήμερα...
-Μα τι είναι αυτά που λες; απόρησε εκείνη...
-Δεν έχω γράψει ποτέ για τον παράδεισο. Δεν έχω γράψει ποτέ για εκείνη... Για εμένα η μητέρα σου ήταν ο παράδεισος...
Η Ελένη κατάλαβε από τα λόγια του, ότι είχε αρχίσει να τον τρώει κάτι μέσα του:
-Και νιώθεις άσχημα επειδή δεν έγραψες κάτι για εκείνη; Πάντα δίπλα σου ήταν όταν έγραφες, πάντα πρώτη τα διάβαζε... Μη νιώθεις έτσι, αδικείς τον εαυτό σου...
-Σταμάτα! Φώναξε δυνατά ο Νίκος. Ο μικρός μ' έβγαλε από το σκοτάδι και τη μιζέρια μου σήμερα... Η απώλειά της με λύγισε και το ξέρεις... Όπως ξέρεις, ότι μόνο εσάς έχω... Τώρα καταλαβαίνω γιατί έχω τόση αδυναμία στον εγγονό μου... Ναι, σήμερα μου  έδωσε λόγο να ανακουφιστεί η ψυχή μου, να απαλύνω τον πόνο μου...
-Τι είναι αυτά που λες πατέρα; Νιώθεις τύψεις για το θάνατό της; Δεν μπορώ να το καταλάβω... Έφυγε ξαφνικά... Ήταν θέλημα Θεού... Δε φταις εσύ σε κάτι για να νιώθεις τέτοιο βάρος... είπε η Ελένη.
-Δε με καταλαβαίνεις... Δεν κατηγορώ τον εαυτό μου σε κάτι... Απλά αυτό που πρόκειται να κάνω για εκείνη, έπρεπε να το είχα κάνει όταν το χαμόγελό της φώτιζε τη ζωή μου και όχι τώρα που ζυγώνει η ώρα να τη συναντήσω...
Ένα γλυκόπικρο χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του... και συνέχισε να μιλά:
-Ο μικρός μου έδωσε λόγο να ξαναζήσω και να δημιουργήσω κάτι για εκείνη... Πάμε μέσα στο σαλόνι να τους το ανακοινώσω... είπε ο Νίκος και στο βλέμμα του φάνηκε πως το εννοούσε...
Η κόρη του τον κοιτούσε αποσβολωμένη. Είχε να γράψει από το θάνατό της. Είχε παρατήσει κάθε προσπάθεια και κανείς, πέρα από τα πειράγματα των φίλων του, δεν τον πίεσε ποτέ για κάτι τέτοιο. Και τώρα, ένας διάλογος μισής μόλις ώρας μ' ένα δεκάχρονο παιδί, έφερε τα πάνω κάτω...
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν έμπαινε στο σαλόνι με την κόρη του. Σούρουπο ήταν, τέτοια ώρα περίπου, όταν είχε ανακοινώσει στους γονείς του, την απόφαση να παντρευτεί την Ειρήνη. Άλλο ένα παιχνίδι της μοίρας, σαν εκείνα που συνήθιζε να γράφει στα βιβλία του...
-Νικολάκη έλα κοντά μου... είπε ο παππούς, κάνοντάς του νεύμα να τον πλησιάσει. Έχω να σου ανακοινώσω κάτι... συμπλήρωσε...
-Κι εμείς έχουμε, είπε τότε ο Ανδρέας. Όση ώρα εσείς μιλούσατε έξω στον κήπο, υποσχέθηκα στο Νικολάκη να πάμε αύριο να διαλέξει από τώρα ένα ποδήλατο για τα γενέθλιά του... Έτσι δεν είναι αγάπη μου; είπε ο πατέρας του...
-Ανδρέα αυτά είναι αστειότητες... Άλλωστε, αυτό είναι ένα δώρο που εσύ του έταξες και όχι εγώ. Μην προσπαθείς μάταια, έχω πάρει ήδη την απόφασή μου. Έλα εδώ εγγονέ μου...
Ο μικρός πήρε θέση δίπλα στον παππού του και όταν εκείνος άρχισε να μιλάει του έπιασε το χέρι...
-Μικρέ μου, σήμερα κατάλαβα γιατί σου έχω τόση αδυναμία. Μου ζήτησες κάτι που έπρεπε να έχω σκεφτεί εγώ καιρό πριν. Τελικά, ίσως να μην είχε δίκιο η δασκάλα σου που είπε ότι οι μεγαλύτεροι είναι και οι πιο σοφοί... είπε ο Νίκος γελώντας.
-Δηλαδή παππού; ρώτησε ο Νικολάκης.
-Δηλαδή, δέχομαι να γράψω για τον παράδεισο! Γιατί όντως δεν έγραψα ποτέ για εκείνον... Θα είναι το δώρο μου για σένα αλλά και για τη γιαγιά σου...
-Αλήθεια παππού; φώναξε όλο χαρά ο μικρούλης και τον αγκάλιασε σφιχτά...
-Είσαι σίγουρος; ρώτησε απορημένος ο Ανδρέας....
Δεν ήταν ο τύπος που διάβαζε βιβλία αλλά ήξερε ότι ο πεθερός του τα είχε παρατήσει μετά το θάνατο της γυναίκας του.
-Είμαι απόλυτα σίγουρος! είπε ο Νίκος...
-Τέλεια! φώναξε όλο χαρά η Ελένη... Αυτό και αν είναι δώρο, ε Νικολάκη; Ένα βιβλίο από τον παππού μόνο για σένα!
-Όχι κόρη μου... την έκοψε ορθά κοφτά ο πατέρας της... Κάνεις λάθος... Αυτό το βιβλίο θα τυπωθεί και θα εκδοθεί και θα είναι το τελευταίο μου... Αύριο κιόλας θα ξεκινήσω...
Η Ελένη και ο Ανδρέας δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους... Έμειναν αρκετή ώρα να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον. Τόσο καιρό έβλεπαν άλλον άνθρωπο και εξαιτίας του γιου τους, κάτι άλλαξε εκείνη τη μέρα. Παππούς και εγγονός ήταν αγκαλιά, για πολύ ώρα ακόμη, με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη τους...
-Θέλω όμως μία χάρη... είπε ο Νίκος, καθώς τους ξεπροβόδιζε γιατί η ώρα είχε περάσει... Δε θέλω να πείτε σε κανέναν τίποτα... Θα είναι το μικρό μας μυστικό μέχρι να ολοκληρωθεί... Σύμφωνοι Νικολάκη; είπε κοιτώντας χαμογελαστός τον εγγονό του...
-Σύμφωνοι!! φώναξε ο μικρός.
Λίγο μετά η πόρτα έκλεισε πίσω του αλλά μία άλλη, "αόρατη" μα γνώριμη για εκείνον, άνοιγε εμπρός του... Ήταν η έξαψη της γραφής. Αυτό το συναίσθημα που είχε ξεχάσει και νόμιζε πως είχε πεθάνει, τη μέρα που έφυγε η "μούσα" του, ήταν ακόμη μέσα του... Και ήρθε ένα σκούντημα της μοίρας, μια παιδική αφέλεια, να του ξυπνήσει το δεύτερο μεγάλο πάθος του ξανά... Δεν έχασε στιγμή... Αν και η ώρα ήταν περασμένη, κάθισε στο γραφείο του... Αλλά αυτή τη φορά όχι για να ξεφυλλίσει κάποια εφημερίδα... Έβαλε ένα λευκό χαρτί στη γραφομηχανή του και τέσσερα χρόνια μετά άρχισε συγκινημένος, να γράφει ξανά ένα τίτλο...

"ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ"



**ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ Δ' ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ "ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ".