Σάββατο 21 Μαΐου 2016

ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΕΝΩΜΕΝΑ...

 MEΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

   -Η Επέτειος-

" Σ'ένα μικρό διαμέρισμα της Καισαριανής, η μέρα ξεκινά με χαμόγελα. Ο Στάθης και η Ξένια, πίνουν το πρωινό καφεδάκι τους στη κουζίνα του σπιτιού. Στα πρόσωπά τους είναι ζωγραφισμένη η ευτυχία. Ο λόγος ιδιαίτερος και πολύ σημαντικός για κείνους. Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, ακριβώς σαρανταπέντε χρόνια πριν,ένωσαν τις ζωές τους. Πάνω στο μικρό τραπέζι, ένα γυάλινο βάζο με κόκκινα τριαντάφυλλα. Μαζί τα διάλεξαν στο χτεσινό τους περίπατο.
-Τι νόμιζες, το ξέχασα; είπε ο Στάθης καθώς την παρότρυνε να μπουν μέσα στο ανθοπωλείο της γειτονιάς. Η Ξένια λάτρευε τα λουλούδια. Τόσα χρόνια μαζί και δε χαλούσε ποτέ χατίρι ο ένας στον άλλον. Μια βαθιά αγάπη τους ένωνε. Το έβλεπες στις ματιές τους. Φλόγες εφηβικές έκαιγαν τα γερασμένα κορμιά τους...
-Θυμάσαι πως με αποκαλούσες όταν παντρευτήκαμε; ρώτησε η Ξένια τον άντρα της κοιτάζοντας τον χαμογελαστή.
-Γυναίκα, μπορεί να είμαι εξηνταεπτά ετών αλλά θυμάμαι πολύ καλά ακόμη! απαντά ο Στάθης και ξεσπούν σε γέλια.
Η Ξένια αφήνει το φλυτζανάκι του καφέ και πιάνει τα χέρια του συγκινημένη...
-Δεκαέξι ήμουν όταν μ'έκλεψες... Κι όσο φόβο είχα τότε μέσα μου, για το πως θα σταθούμε στη ζωή, άλλη τόση ευτυχία νιώθω τώρα...Σχεδόν μισό αιώνα μαζί...
-Μα τρελός ήμουν να σε αφήσω να φύγεις; απαντά ο Στάθης συγκινημένος κι αυτός.
Το ζευγάρι έμεινε για λίγα λεπτά να κοιτάζει ο ένας τον άλλον. Εικόνες και αναμνήσεις έτρεχαν σαν μικρά παιδιά μες στο μυαλό τους. Η συζήτηση πήγε σε όλα όσα έζησαν και πέρασαν μαζί.
-Κι αν σκεφτείς τι πόλεμο μου κάναν οι γονείς σου. Δικαιολογημένα βέβαια γιατί τρόμαξαν οι άνθρωποι... αλλά δεν το μετάνιωσα στιγμή, είπε ο Στάθης με τρεμάμενη φωνή.
-Ναι, μα με τον καιρό σε δέχτηκαν και παλέψαμε πολύ γι'αυτό. Με πολύ μόχθο και θυσίες. Τι περάσαμε και οι δυο μας... απαντά μελαγχολικά η Ξένια.
-Και ανοίγεις σήμερα το χαζοκούτι και ακούς ότι δεν παντρεύονται οι νέοι εξαιτίας της κρίσης... Να γελάσω ή να κλάψω; Εμείς δηλαδή τι είχαμε τότε; Φύγαμε από την επαρχία να ξεκινήσουμε από το μηδέν στο χάος της Αθήνας. Πείνα, φτώχεια, αρρώστιες... Κι όμως τώρα είμαστε εδώ και αναπολούμε και οι δύο εκείνες τις στιγμές.
-Δεν έχεις κι άδικο άντρα μου. Αν γυρνούσε ο χρόνος πίσω, ευχαρίστως θα ξαναζούσα τα ίδια. Και με τις στεναχώριες και με τις χαρές... Τα λυπάμαι τα νέα παιδιά.
-Τα δικά μας πρόλαβαν και κάνανε τις οικογένειες τους. Τα εγγόνια μας να λυπάσαι και όλους τους νέους που είναι στη δική τους ηλικία, απαντά ο Στάθης.
-Έλα ας σταματήσουμε αυτή τη μίζερη συζήτηση. Λες και αν μπορούσαμε να αλλάξουμε εμείς οι δύο τον κόσμο δεν θα το κάναμε νομίζεις; λέει η Ξένια χαμογελώντας.
-Ναι καλή μου. Μάλλον ναι λουλούδι μου, για να σου απαντήσω και σ'αυτό που ρώτησες πρίν!!απαντά ο Στάθης και της φιλάει τρυφερά τα χέρια. Έτσι την αποκαλούσε από την πρώτη μέρα που τη γνώρισε. Το πιο όμορφο λουλούδι ήταν για εκείνον κι ας περάσανε τα χρόνια.
  Η ώρα πλησίαζε 10 το πρωί. Άρχισαν και οι δυο να ετοιμάζονται σιγά σιγά για τα ψώνια και τον περίπατο της ημέρας. Η διάθεση τους ήταν ανεβασμένη. Σαν δυο νέοι πριν από ερωτικό ραντεβουδάκι. Η Ξένια με ένα λευκό μπλουζάκι και μια μπλε φούστα κι εκείνος με λευκό πουκάμισο και γκρι παντελόνι. Έμπαινε ο Ιούνης σε λίγες μέρες και ο καιρός είχε ζεστάνει για τα καλά πια. Ανυπόμονοι και οι δύο... Σαν να μην πέρασε λεπτό ο χρόνος από πάνω τους. Η ίδια θέρμη σε κάθε κοίταγμα τους. Δεν ήθελαν τίποτε άλλο αυτή τη μέρα παρά μόνο ο ένας τον άλλον. Ότι πιο πολύτιμο είχαν στη ζωή...
-Είμαι έτοιμος ! Εσύ φυσικά ως νεάνιδα, θες λίγο χρόνο παραπάνω να φρεσκαριστείς! λέει με νάζι ο Στάθης.
-Δεν με θες όμορφη, βρε γκρινιάρη; απαντά η Ξένια καθώς παίρνει την τσάντα της.
-Πάντα είσαι όμορφη, λέει ο Στάθης και της ανοίγει την πόρτα.
 Γύρω στις 11.30, αφού ολοκλήρωσαν τα ψώνια τους, κατηφόρισαν στη πλατεία του Αγίου Νικολάου με την ομώνυμη εκκλησία.
-Έλα να πάρουμε μια ανάσα πριν γυρίσουμε σπίτι. Έχει και ωραίο καιρό σήμερα. Γέμισε η πλατεία κόσμο, λέει ο Στάθης.
-Γι' αυτό λατρεύω την άνοιξη! Ανθίζει η φύση, ανθίζουν και οι άνθρωποι απαντά η Ξένια.
Κάθισαν σε ένα από τα πολλά παγκάκια της μικρής πλατείας , ακριβώς απέναντι από το συντριβάνι. Όπως ακριβώς τους άρεσε... Σε διάστημα δέκα περίπου λεπτών, χτύπησε το τηλέφωνο της Ξένιας δύο φορές. Ήταν τα παιδιά τους, ο Γιάννης και η Αρετή. Οι ευχές και τα πειράγματα τους, έκαναν τους γονείς τους να χαρούν ακόμη περισσότερο. Όταν όμως έκλεισε το τηλέφωνο, το πρόσωπό της Ξένιας άλλαξε....
-Μου λείπουν τα παιδιά, πολλές φορές... Μεγάλωσαν και έκαναν τις οικογένειες τους. Όχι πως δεν το ήξερα αλλά να... θα ήθελα να ήταν κοντά μας...
-Βρε γυναίκα, ο Γιάννης και η Αρετή είναι με δυο παιδιά ο καθένας. Αντί να χαίρεσαι που σε θυμούνται ακόμη μετά από τόσα χρόνια στην επέτειο μας, παραπονιέσαι κι από πάνω; H μοίρα τους τα φερε έτσι, να έχουν τις ζωές τους μακριά μας. Όποτε μπορούν όμως έρχονται και μας βλέπουν... Τι να κάνουν και αυτά...
-Όχι δεν έχω παράπονο από εκείνα, ούτε κρίνω τις ζωές τους. Απλά ξέρεις τι κατάλαβα τώρα που μίλησα μαζί τους; Tα παιδιά τα χαίρεσαι όσο είναι μικρά και τα φροντίζεις... Μετά φεύγουν, κάνουν τις ζωές τους αλλά για τη μάνα θα είναι πάντα τα μικρά της, είπε με παράπονο η Ξένια.
 Ο Στάθης δεν μίλησε. Μέσα του καταβάθος ένιωθε παρόμοια συναισθήματα. Στη γειτονιά τους είχαν πολλούς φίλους αλλά μόνο όταν έβλεπαν τα παιδιά τους, γέμιζαν οι ψυχές τους. Πόσο μάλλον τα εγγόνια τους... Της ξανάπιασε το χέρι. Ένιωθαν ευλογία που άντεξαν στο χρόνο και είναι ακόμη μαζί. Για κάμποση ώρα δεν μίλησαν. Απλά χάζευαν τα μικρά παιδιά που παίζανε τριγύρω από το συντριβάνι. Οι ματιές τους όμως δεν άργησαν να πέσουν πάνω στο νεαρό ζευγάρι που κάθισε στο διπλανό τους παγκάκι... Ήταν ανήσυχοι και τράβηξαν την προσοχή του ηλικιωμένου ζευγαριού...


Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

-Τι γύρευες, τι ζήλευες και τι αλήθεια λαχταρούσες;
 Όταν στη μοναξιά σου αφιέρωνες στίχους ωραίους
 Με ποια πειθώ την ελπίδα μέσα σου σκορπούσες;
 Για μάτια που τάξανε αγάπη και έρωτες μοιραίους

 Ένα τραγούδι από το μέλλον απόψε θα σου στείλω
 Εκεί στο χάραμα μες στη μελαγχολία των στιγμών
 Ψάχνοντας να βρω σκοπό και της ζωής τον ζήλο
 Ένα απόσπασμα από μένα, εντός ολίγων γραμμών

 Δειξε τον τρόπο να νικήσω - για πάντα να ξορκίσω
 Να μην μας βρει εκείνο το σταυροδρόμι - χωριστά
 Μέσα στη δίνη μας κι οι δυο και τι να σου ζητήσω
 Μα θα ήθελα τα λόγια μας, να τα πούμε αντικριστά

 Ζεύγη οι σκέψεις και αγκαλιά στενάζουν οι ψυχές
 Οι σκιές της θλίψης, το φως της αγάπης φοβούνται
 Σ’ενα βλέμμα μέσα στο αίμα χαθήκανε οι αντοχές
 Μα τα όνειρα μου, από κείνο το φιλί κρεμιούνται

 Στον φόβο μου έβαλα πανιά και κίνησε για ταξίδι
 Στις άγριες θάλασσες που καιρό τώρα αρμενίζεις
 Του πόθου μου το στεναγμό, του έβαλα για στολίδι
 Πάει καιρός -μα μέσα μου- την φωνή πάλι ορίζεις...



         

       
           

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ


...Βράδια γεμάτα αγάπη και πόνο
Κάπως έτσι... νίκησαν τον χρόνο...

Οι νύχτες των θαυμάτων...
Με στοργή, με δάκρυ και χάδι
Τον Έρωτα, γέννησε το σκοτάδι
Το νέκταρ των Αθανάτων..

Βλέμματα...
Που φώτισαν για πάντα τις ψυχές

Αγγίγματα...
Που δοκίμασαν όλες τις αντοχές

Αινίγματα...
Ένα μέλλον που μας καρτερούσε

Ψέματα...
Η καρδιά να πει...δεν θα μπορούσε

Οι νύχτες των θαυμάτων...
Ένας φόβος μέσα μας γλυκός
Η ελπίδα που έγινε ο σκοπός
Η γιορτή των αισθημάτων...

...Βράδια γεμάτα αγάπη και πόνο
Κάπως έτσι...νίκησαν τον χρόνο...


Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

ΕΤΣΙ ΜΑΘΑΜΕ ΕΜΕΙΣ


Ραγίζει απόψε η μοναξιά και σπάει
Μια σκέψη μόνη γυρνά τα βράδια
Λόγια, ψίθυροι μες στα σκοτάδια
Έτσι μάθαμε εμείς κι όπου μας πάει...

Στιγμές μόνο στιγμές θα μετράμε
Έτσι είν΄η αγάπη και θέλει θυσία
Μα για εμάς δεν έχει πια σημασία
Έτσι μάθαμε εμείς και θα πονάμε...

Σημάδι έβαλε η Μοίρα κι αστοχεί
Τ’όνειρο που πιστέψαμε και οι δύο
Δεν όρισε για εμάς, το ψυχρό αντίο
Έτσι μάθαμε εμείς, πίστη κι αντοχή...

Με το φιλί και το δάκρυ για φυλαχτό
Χτίσαμε όμορφα και μικρά θαύματα
Πάνω στου ερωτά μας τα τραύματα
Έτσι μάθαμε εμείς και ήταν γραφτό...


Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΙΣ

Η ομορφιά που κρύβεις,
στη μαγεμένη σου ματιά
γίνεται του πόθου φωτιά
όταν τη σιωπή συντρίβεις...

Άγγελος είναι το φιλί σου,
το άγγιγμά σου -τα φτερά
και μοιάζουν όλα φανερά
σα γυρεύω τη μορφή σου...

Τα λόγια που θα μου πεις,
μελωδίες της ψυχής σου
που τις έμαθα μαζί σου.
Όταν αγαπάς, το μπορείς...

Τα αισθήματα είναι δώρα,
που απλόχερα μου δίνεις
τη θλίψη μου σα σβήνεις
κι είμαι δικός σου τώρα...

Την ομορφιά που κρύβεις
είχα την ευλογία να τη βρω.
Της καρδιάς σου το θησαυρό,
κόρη του Έρωτα και της Ήβης...


Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

ΝΙΚΗΤΕΣ


Την πιο μεγάλη μου αλήθεια
Την γνώρισα μες στις σιωπές
Τις στιγμές που ήσουν απών
Μα ποτέ δεν ένιωσα μόνος

Η αγάπη δεν είναι συνήθεια
Κι εσύ ψυχή μου απόψε πες
Για εκείνα που γίνανε παρόν
Και πως νικήθηκε ο χρόνος

Στη νυχτερινή μου προσευχή
Ζητώ, να 'σαι πάντα ο καημός
Η φωτιά που θα με ζεσταίνει
Στο γέλιο μου και στο δάκρυ

Το όνειρο δεν θέλει μόνο ευχή
Θέλει να πεθάνει ο εγωισμός
Έτσι, η καρδιά μόνη δε μένει
Και πάντα βρίσκει την άκρη

Όσα κι αν έχουμε κάνει λάθη
Ότι κι αν η Μοίρα έχει γράψει
Μείνε κοντά, σε χρειάζομαι
Όσο κι αν πόνεσες για εμένα

Η ζωή κρύβει μέσα της πάθη
Κι αν αφορμή για εμάς ψάξει
Εγώ μόνο για εσένα νοιάζομαι
Γιατί είμαστε οι δυο...σαν ένα...


Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

ΣΤΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΜΕΛΑΝΙ


Λέξεις που κρύφτηκαν στης Λήθης το σκοτάδι
Ξεπροβάλλουν διστακτικά πάνω σε λευκό χαρτί
Λες κι ένα αόρατο χέρι τις τράβηξε έξω στο φως
     
Μα η σιωπή- σαν από καιρό- μ’έχει βάλει σημάδι
Κι εγώ συμβιβάστηκα πια κι έχει γίνει υποφερτή
Ετούτες τις ώρες -εκείνη ή εμένα - ξεγελώ απλώς

Γλυκιές μου εμμονές πάνω στο άφθαρτο σώμα
Που άλλες φορές ακάνθινο στεφάνι και δάκρυ
Κι άλλες κρυμμένη χαρά, μες στη δόλια ψυχή

Ποια ιστορία είναι θαμμένη και για πόσο ακόμα
Τι καρτερικά στέκει πάνω στων χειλιών την άκρη
Όταν ο χρόνος γίνεται άγρια λησμονιά κι αντοχή

Κι όλα όσα έχουν γραφτεί, μα ποτέ δεν ειπώθηκαν
Σαν τα κομμάτια ενός παζλ, θα τα μαζέψω ένα ένα
Όταν σημάνει η ώρα η στερνή, εικόνα μου να φτιάξω

Σκέψεις στοιβαγμένες μέσα μου, που ελευθερώθηκαν
Στίγματα από μελάνι- γράμμα που φύλαξα για μένα
Να μου θυμίζει πως ήμουν άνθρωπος, πριν αλλάξω...


Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

ΟΠΟΥ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΑ


           Ξενιτεμένη μου ματιά, σε μέρη μακρινά
          Έφυγες και πίσω κυνηγώ τις αναμνήσεις
           Και κάθε βράδυ έρχεσαι να μου θυμίσεις
           Λόγια που φορώ σαν φυλαχτά παντοτινά

           Κάτω απ’την πανσέληνο, του έρωτα φως
           Δάκρυα με φιλιά και η Μοίρα να χορεύει
           Ο χρόνος τους καημούς δες πως θεριεύει
           Μα η ανάσα σου έγινε όρκος και σκοπός
         
           Χαρμολύπες τα πρόσωπα καθρεφτίζουν 
           Μες στις σιωπές σου, θα μαι πάντα εκεί
           Ετούτη η φωτιά, ούτε πόνο ούτε λογική
           Κι όσοι αλήθεια αγαπούν, ένα γνωρίζουν

           Πως όπου χτυπά η καρδιά είναι η πατρίδα
           Δεν έχει σημασία αν σύρει το κορμί ταξίδι
           Γιατί τo ξέρεις πια μέσα σου φώλιασε ήδη
           Της ψυχής το κίνητρο και η μέγιστη ελπίδα...


Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΚΙΒΩΤΟΣ



-Έκλεισα όλα μου τα αισθήματα,
μέσα στα βάθη της ψυχής.
Του φόβου μου ξεσπά η βροχή
κι εκείνη κιβωτός.

Πάνω στης Μοίρας τα κύματα,
η τελική δοκιμασία της ζωής.
Εξ’ ορισμού, η μάχη θέλει αντοχή
και να ‘σαι δυνατός.

Όλοι οι έρωτες που γίνανε δρόμος,
όλες οι αγάπες που χαθήκανε.
Η γαλήνη στο βλέμμα, το δάκρυ,
η λησμονιά και οι αναμνήσεις.
         
Της καρδιάς μου ο άγραφος νόμος,
πληγές που πάνω της γραφτήκανε.
Η γεύση στων χειλιών την άκρη
και πόσο δύσκολο ν' αγαπήσεις.

Όμορφα λόγια και σκέψεις κοινές
που φυλάκισε η ματιά μου.
Η πίστη σε κάτι και ο σεβασμός.
Να μπορώ να τα μοιράζομαι.

Μέσα εκεί, οι γλυκές μου εμμονές,
η θέληση και η φωτιά μου.
Τι κι αν δεν υπάρχει πια γυρισμός
στην κιβωτό...έχω όσα χρειάζομαι...    


 
            

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Η ΜΑΧΗ



 “Ήταν λίγο μετά τις 11, όταν βγαίναμε από τον κινηματογράφο και κατηφορίζαμε προς την πλατεία Κοραή. Για την ταινία που μόλις είχαμε δει, η... ετυμηγορία σύντομη: Χάσιμο χρόνου. Αποφασίσαμε με συνοπτικές διαδικασίες, πως η βραδιά δεν θα τελείωνε έτσι.
-Πάμε μέχρι το περίπτερο απέναντι, γιατί έχω ξεμείνει από τσιγάρα.
-Ναι ρε φίλε, κι εγώ μια απ’ τα ίδια.
 Λίγο πριν τα 30 μας και στο αίμα αλκοόλ και καπνός. Στο μυαλό γυναίκες κι αυτοκίνητα. Τι το θέλαμε εμείς το σινεμά, παρασκευή βράδυ; H κουλτούρα θέλει και μυαλό να τη χωνέψεις. Όταν περάσαμε απέναντι, μπροστά από το δημοτικό κινηματοθέατρο Πειραιά, το βλέμμα μου έπεσε σε εκείνη τη γυναίκα. Δεν ξέρω τι με τράβηξε προς το μέρος της.
-Για έλα λίγο να αγοράσω κάτι ακόμη.
-Τι έπαθες πείνασες ξαφνικά;
Λογικό να με χλευάζει ο φίλος μου. Από πλανώδιο πωλητή δεν είχα πάρει ποτέ μου τίποτα. Την πλησιάσαμε και ήμουν διστακτικός. Μόλις γύρισε όμως το κεφάλι της και είδα το πρόσωπό της, ένιωσα σα να τη γνώριζα χρόνια.
-Γεια σας, κατάφερα να πω με δυσκολία.
-Τι καλό έχετε; Συμπλήρωσε ο κολλητός μου, βλέποντας την αμηχανία μου.
-Καλώς τα παλικάρια. Ότι βλέπετε παιδιά. Τυρόπιτες, κουλουράκια και από χτες έχω ξηρούς καρπούς και καρβουδισμένα κάστανα.
Είχε αυτό το κλασσικό τυπικό ύφος, όπως και με όλους τους πελάτες της. Και πως αλλιώς να είναι. Μέσα μου, μ’έτρωγε να μάθω για εκείνη. Με παραξένεψε πολύ, ότι τόσα χρόνια σε αυτή την περιοχή πρώτη μου φορά την έβλεπα. Ήταν αρκετά μεγάλη σε ηλικία.
-Εγώ θα πάρω μια τυρόπιτα και ένα νεράκι, είπε βιαστικά ο φίλος μου, προφανώς το μυαλό του ήταν στα σφηνάκια μετέπειτα.
-Ναι εμ... εγώ λέω να πρωτοτυπήσω και να πάρω λίγα κάστανα. Έχω από μικρός να φάω είναι η αλήθεια... Πιο ανόητη δικαιολογία δεν μπορούσα να δώσω. Ήξερα ότι θέλει χρόνο για να τα καρβουδίσει και έτσι θα έβρισκα την ευκαιρία να μάθω κάτι γι’αυτή την παράξενη γυναίκα.
-Κάστανα στις 12 παρά...Εντάξει .. Κι ένα μακρόσυρτο γέλιο ακολούθησε από το φιλαράκι μου.
Άρχισε να ψιχαλίζει. Δεν έχασα στιγμή παραπάνω.
-Αν μου επιτρέπεται, κάνετε καιρό τη δουλειά;
-Όχι αγόρι μου. Έχω ένα μήνα που κατάφερα να πάρω την άδεια.
-Ναι γιατί πρώτη φορά σας βλέπουμε είναι η αλήθεια.
-Άσε τη γυναίκα ρε, συνέντευξη θα της πάρεις ή είσαι του σδοε;
-Όχι δεν πειράζει. Λίγη κουβέντα, ειδικά μέσα στο κρύο καλό κάνει.
Άλλωστε είστε στην ηλικία της εγγονής μου περίπου.
-Μα τι λέτε έχετε και εγγονή;
-Ναι. Κάτσε να σου ετοιμάσω τα κάστανα και θα σου δείξω κάτι.
Την συμπάθησα αυτή τη κυρία. Πολύ πιθανό να μη τη ξανάβλεπα ποτέ αλλά δεν είχε καμία σημασία. Τα επόμενα πέντε λεπτά ήταν πραγματικό μάθημα ζωής για μένα. Ο φίλος μου αδυνατώντας να με ακολουθήσει σε αυτό το “παράλογο” όπως μου είπε αργότερα που με είχε πιάσει, άναψε ένα τσιγάρο και τηλεφώνησε στην καλή του. Η κυρία έβγαλε το πορτοφόλι της και μέσα του, είχε δύο φωτογραφίες. Γυναίκες και οι δύο. Η μία η κόρη της. Χωρισμένη και με δουλειές περιστασιακές. Δούλευε δέκα χρόνια στον Ο.Λ.Π και την απέλυσαν. Η ίδια, όπως μου είπε, ήταν 62 ετών πια. Απόρησα με την υπομονή της και την αναγκαιότητα να βρίσκεται μεσάνυχτα μέσα στο κρύο και την υγρασία. Δεν μου απάντησε. Χαμογέλασε και μου έδωσε να κοιτάξω καλύτερα τη φωτογραφία της εγγονής της. Φοιτήτρια στην Πάτρα. Τα έξοδα και οι υποχρεώσεις πολλές, αλλά πως να της στερήσεις τα όνειρα.
-Όλα για αυτόν τον άγγελο γίνονται, παλικάρι μου. Εγώ είμαι μόνη. Τον άντρα μου τον έχασα και σε λίγο καιρό θα βγω στη σύνταξη. Δεν έχω άλλο σκοπό πια στη ζωή μου. Η κόρη μου και η εγγονή μου με κάνουν να νιώθω ακόμη χρήσιμη. Είναι μια τίμια δουλειά και δεν ενοχλώ και κανένα. Δεν μετανιώνω και θα την άλλαζα με καμία άλλη. Εδώ μέσα στον κόσμο, ένα χαμόγελο και μερικά χρήματα που βγάζω καθημερινά, μου αρκούν. Κι ας μπω στο ράφι σε μερικά χρόνια.
 Φαινόταν από τον τρόπο που μου μιλούσε, το πόσο έχει παλέψει στη ζωή της. Με κέρδισε και δεν το κρύβω, ένιωσα ένα μικρό θαυμασμό. Την πλήρωσα και την ευχαρίστησα που μου μίλησε. Έκανα ένα νεύμα στο φίλο μου και κατηφορίσαμε για τον ηλεκτρικό.
-Τι έλεγες με τη γυναίκα τόση ώρα;
-Τίποτα ρε. Για τη δουλειά της μου έλεγε.
Φτάσαμε έξω από το σταθμό. Φαινόταν στο πρόσωπο μου πως η διάθεση μου είχε χαλάσει. Τα λόγια της μου σκάλιζαν το μυαλό.
-Τι θα κάνουμε; Προλαβαίνουμε να ανεβούμε Φάληρο αν θες ή αλλιώς πάμε εδώ παρακάτω στο μπαράκι.
-Εγώ λέω να πάμε σπίτια μας. Δεν ξέρω έπεσα ρε. Δεν έχω διάθεση.
-Ε θα με τρελάνεις εσύ. Λέγε ρε τι έπαθες;
-Όλα καλά φίλε. Πέρασε η ώρα ας βρεθούμε αύριο για κανένα καφεδάκι. Θα τηλεφωνηθούμε. Πήγαινε στη κοπέλα σου ρε, έχει σχολάσει τώρα. Μιλάμε αύριο εμείς.
Έμεινε πίσω και με κοιτούσε απόρημενος. Ούτε καληνύχτα δεν του είπα.
Όταν μπήκα στο σπίτι κάθισα στο τραπεζάκι της κουζίνας. Κοιτούσα τα κάστανα που μόλις είχα αγοράσει και σκεφτόμουν ότι, από την περιέργεια μου να μάθω για εκείνη, δεν ρώτησα καν τ’όνομα της. Μετά έφερα στο μυαλό μου τις μορφές του παιδιού της και της εγγονής της. Χαμογέλασα και η απάντηση ήρθε από μόνη της.
-Μάχη...τι άλλο μπορεί να είναι. Τ’όνομα σου είναι Μάχη. Και σήμερα μου έδειξες πως αυτό είναι η ζωή...Μια μάχη και πως δεν πρέπει ποτέ να τα παρατάς...”
 


Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Ο ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ



“Στο μυαλό, φτιάχνεις εικονικές πραγματικότητες.
Όπως σε βολεύουν κι όπως θα ήθελες να είναι...”

 Ανοίγω το συρτάρι του γραφείου και ξεθάβω παλιά μου κείμενα. Ένα μειδίαμα στο πρόσωπό μου, μαρτυρά την περιέργεια μου. Διαβάζω προσεκτικά ένα απόσπασμα από παλιό ημερολόγιο.

 “Χμμ, εποχές με σημείο αναφοράς τη γυναίκα. Ξενύχτι πάνω στο χαρτί -αφορισμός- στον πόνο του ανεκπλήρωτου. Τα πρόσωπα δεν παίζουν ρόλο. Αυτό που μετρά είναι το κατακάθι μέσα σου. Αν το συναίσθημα άφησε το στίγμα του. Έζησα τον έρωτα σε όλες του τις μορφές. Εμμονή, πάθος, απόρριψη. Δεν υπάρχει άλλο δηλητήριο σαν κι αυτό. Από την πρώτη γουλιά χάνεις τον κόσμο κάτω απ' τα πόδια σου. Σαν να ανοίγουν -μέσα σου- αόρατες πύλες και η ψυχή σου τις πέρνα... Μια χώρα μαγική αλλά κι επικίνδυνη. Κάθε πιθαμή της κρύβει τον πόθο, κάθε ομορφιά της και μια πληγή. Κι εσύ; Eσύ απλά την περπατάς απ' άκρη σ' άκρη. Νιώθεις πως βρίσκεσαι ανάμεσα σε δύο κόσμους. Τον ιδεατό και τον πραγματικό. Η ισορροπία που πρέπει να κρατήσεις ανάμεσά τους είναι μάθημα ζωής. Χωράει ο σεβασμός στον κόσμο αυτό; Ναι, είναι η απάντηση, αλλά για να φτάσεις σ' αυτό το στάδιο, έχεις πολλά ακόμη να περάσεις. Είσαι έτοιμος για πόλεμο; Aν ναι, προχωράς... Άργησα στη ζωή μου αλλά έμαθα να ...πολεμώ”.

 Περασμένα μεσάνυχτα. Ένα ποτήρι κρασί συντροφεύει τις σκέψεις μου. Η μουσική διευκολύνει τις λέξεις που χαράζω πάνω στη σιωπή μου. Ξαναφέρνω μπροστά μου το απόσπασμα. Νιώθω την ανάγκη ν' απαντήσω σ' αυτά που διάβασα λες και... τα έγραψε άλλος κι όχι εγώ... Περίεργα παιχνίδια του μυαλού θαρρώ.
“Δεν χωρά λογική - δεν επιδέχεται κανόνες. Αυτό το ασταμάτητο μεθύσι των αισθήσεων δεν σου αφήνει περιθώρια. Σε παρασέρνει σ’ένα παιχνίδι που όλοι κερδίζουν και χάνουν. Γεμίζεις στιγμές, γεμίζεις ουσία, φως και ψυχική γαλήνη. Χάνεις όμως και πράγματα... Κυρίως όταν το πάθος θεριεύει μέσα σου. Είναι μια ορμή αδιαπραγμάτευτη. Σε “τυφλώνει” και δίχως να το καταλάβεις έχεις χάσει ήδη ένα κομμάτι του εαυτού σου. Μα θα μου πεις, “Αυτό δεν είναι ο έρωτας;”. Ναι, είναι κι αυτό και δεν αμφισβητεί κανείς την άγρια ομορφιά του. Μια διαρκής σύγκρουση επιθυμιών και πραγματικότητας. Το θέλω κόντρα στο μπορώ. Σαν μία παρτίδα σκάκι. Μόνο που το ρολογάκι του χρόνου είναι μόνιμα σταματημένο. Εκεί δεν έχει θέση. Μόνο όταν κοπάσει η φωτιά, θα φανερωθεί. Κι εκείνη η φλόγα συχνά -μέρα με τη μέρα- θα γίνει στάχτη. Μα έχει μνήμη η καρδιά και δεν ξεχνά...”.

 Τελικά τι είναι ο έρωτας; Μια εξουσία απροσδιόριστη πάνω μας; Μια ενέργεια η οποία γεννιέται μέσα μας αλλά δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη; Κάτι άυλο και μυστήριο που πλανάται ανάμεσα μας κι απλά επιλέγει τα θάματα του; Ή μήπως η πρώτη αρχέγονη ανάγκη μας; Ίσως μια ατελείωτη δίψα της ψυχής μας;  Όχι δεν έχω σαφή ορισμό γι' αυτό το συναίσθημα. Το μόνο σίγουρο είναι πως όλοι μας την έχουμε πατήσει έστω μία φορά... Προσπαθώ να συμμαζέψω τις σκέψεις μου, αλλά δυσκολεύομαι. Να λοιπόν κι ένα ακόμη... άλυτο μυστήριο. Τι ακριβώς είναι ο έρωτας...

“Αν είχε μορφή πως θα ήταν στ' αλήθεια; Τι όψη θα του έδινε ο ανθρώπινος νους; Ίσως να ήταν ένας άγγελος. Με την ομορφιά και την απλότητα του, αλλά με πρόσωπο μελαγχολικό. Γιατί ξέρει πολύ καλά κι ο ίδιος την ιδιότητα που κουβαλά και σέρνει ανάμεσα μας. Γνωρίζει την επικινδυνότητα της φύσης του. Ποτίζει τις καρδιές με το γλυκό νέκταρ του πάθους. Τα κορμιά λυγίζουν στη δίψα του πόθου. Όμως δεν κυβερνά το μυαλό και συχνά εκείνο στρέφεται εναντίον του. Νιώθει πως ασφυκτιά κάτω απ' το βάρος των επιθυμιών. Ο εγωισμός ξεπηδά μπροστά στη φωτιά και είναι θέμα χρόνου να τη σβήσει. Ο έρωτας δεν είναι ανιδιοτελής. Είναι ασυμβίβαστος. Από την αρχή μέχρι το τέλος του, όπως και ο πόλεμος.”

 Ποιος όμως μπορεί ν' αντισταθεί; Κανείς. Δεν μπορείς να ξεφύγεις απ' τα δίχτυα του. Τι κι αν ξέρεις πως υπάρχει αγάπη ή χωρισμός; Το διάβα του συχνά είναι σύντομο κι επίπονο. Ένα σταυροδρόμι του εγώ με το εμείς. Πόνος κι ευτυχία, γέλιο και δάκρυ και πάλι από την αρχή. Ίσως κι ο ίδιος να ήθελε να είναι παντοτινός και αγνός. Μα τα βέλη του είναι φαρμακερά. Ένα ναρκωτικό που παρασέρνει τις ψυχές σε μια άβυσσο... Εκεί που η σαρκική επιθυμία είναι ο απόλυτος άρχοντας. Εκεί που θύμα και θύτης γίνονται ένα. Κι εκείνος -άγγελος θλιμμένος- μ' ένα κρυφό χαμόγελο κινεί τα νήματα κι απολαμβάνει την άνευ όρων παράδοση μας. Θα τριγυρνά αιώνια, μα... στις ψυχές βασιλεύει για λίγο.... Το παράπονο του...



   

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

ΕΚΕΙ ΠΟΥ Τ’ΑΣΤΡΑ ΤΡΕΜΟΣΒΗΝΟΥΝ



Ψάχνω απόψε να ξαναβρώ εκείνες τις φωτιές,
καυτές ανάσες πάνω στης ψυχής μου τα όρια
να νιώσω του φόβου την έξαψη. Τον κίνδυνο
κι απ' τα σύνορα της λογικής πάλι να ξεφύγω

Τις πληγές που δρόσισαν με δάκρυ οι ματιές
στα χέρια της Λήθης αφήνω δίχως περιθώρια
να χάνεις κάτι δικό σου κι αν είναι επικίνδυνο       
ένα μέρος κρυφό έχω βρει και θα καταφύγω
       
Εκεί, ναι εκεί ψηλά που τρεμοσβήνουν τ’άστρα
σαν μικρό παιδί θα τρέξω τ' ουρανού το λιβάδι
στη χώρα των ονείρων,στα χέρια των Αγγέλων
εκεί, μονό εκεί οι ψυχές αμέριμνες τριγυρνούν

Η μελαγχολία κι η γαλήνη ντυμένες στ' άσπρα
στο ταξίδι αυτό συντροφιά το δικό τους χάδι
το πρόσωπο μου φωτίζει κι ο ήλιος ανατέλλον
εικόνες και αισθήματα, ξάφνου με διαπερνούν
 
Μια γλυκιά φωνή, θα καταργήσει κάθε νομό
μια παιδική σκιά, θα κοντοσταθεί μπρος μου
να πλημμυρίσει το κορμί, χαμένη αθωότητα
σαν μηδενίσει το χρόνο, της Μοίρας το νεύμα

Μες στην καρδιά θα μου δείξει κείνο το δρόμο
να πιστέψω και να γυρέψω πάλι το φως μου
ύστερα να επιστρέψω στην πραγματικότητα
κι η αλήθεια μου σε όλους να μοιάζει με ψέμα...



Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

H TEΛΕΥΤΑΙΑ ΠΤΗΣΗ



" Ήταν τρεις το μεσημέρι, όταν ο Διονύσης έμπαινε στο μικρό διαμέρισμα του. Μόλις είχε σχολάσει από τη δουλειά του. Προγραμματιστής σε εταιρεία πληροφορικής στην Αλεξανδρούπολη. Το πρόσωπό του σκεπτικό και ανήσυχο. Κάτι τον είχε ταράξει μέσα του. Κρέμασε βιαστικά το μπουφάν του και κατευθύνθηκε στη κουζίνα. Γέμισε ένα ποτήρι νερό και επέστρεψε  στο σαλόνι. "Θεέ μου, τι θα της πω τώρα; Θα τη στεναχωρήσω πάλι" μονολογούσε από τη μία. "Που πήγε και έμπλεξε και εκείνη μαζί μου. Ξέραμε και οι δύο οτι ήταν δύσκολο. Έχει τραβήξει τόσα... Πόσο καιρό θα αντέξει ακόμη έτσι..." έλεγε από την άλλη. Ο Διονύσης ήταν σε κατάσταση απόγνωσης. Η αιτία; Η ακύρωση της τριήμερης άδειας του. Περίμενε πως και πως να έρθει ο καιρός για να δει την αγαπημένη του.
   Τ' όνομα της Βασιλική. Παλιοί συμμαθητές και μεγαλωμένοι στις ίδιες γειτονιές της Θεσσαλονίκης. Μέχρι να τελειώσουν το λύκειο, οι επαφές του σχεδόν ελάχιστες και ποτέ δε προσέγγισε ο ένας τον άλλον. Μετά οι δρόμοι τους χώρισαν. Εκείνη κατέβηκε στη Αθήνα για να σπουδάσει στο παιδαγωγικό. Εκείνος σπούδασε πληροφορική στην Θεσσαλονίκη αλλά δε παρέμεινε εκεί. Λάρισα, Ιωάννινα και τώρα Αλεξανδρούπολη στην εταιρεία που είχε ξεκινήσει την πρακτική του. Κι όταν αποφάσισε η μοίρα να παίξει ένα περίεργο παιχνίδι και στους δύο, ξεκίνησε από εκείνον. "Διονύση πήραμε μία μεγάλη εργολαβία στη Αθήνα" ήταν τα λόγια του προϊσταμένου του. "Θέλω να πας εσύ και ο Πέτρος να κανονίσετε τις λεπτομέρειες" το δεύτερο χτύπημα. Δεν του άρεσε η ζωή σε μεγαλούπολη. Για τον ίδιο λόγο δεν επέστρεψε ποτέ μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Άγχος, έλλειψη χρόνου για τον εαυτό σου και πολλά άλλα. Μόλις άκουσε οτι θα κατέβει στην Αθήνα, σάστισε... Η εταιρεία του, μαζί με άλλες πέντε, είχαν επιλεγεί για την αναβάθμιση των υπολογιστών στα δημοτικά σχολεία της Δυτικής Αττικής. Μεγάλη και καλοπληρωμένη δουλειά και με την οικονομική κρίση που είχε ξεσπάσει τότε, δεν είχε περιθώρια να αρνηθεί. "Δεν πειράζει μία εβδομάδα είναι θα περάσει. Μια απλή απογραφή είναι..." έλεγε στον εαυτό του προσπαθώντας να κρύψει την δυσαρέσκειά του. Την τελευταία μέρα είχε μείνει μόνο μία περιοχή να καταγράψουν. Ήταν χαρούμενος γιατί θα τελείωναν σχετικά νωρίς και θα έφευγαν την ίδια μέρα για πάνω. 23ο Δημοτικό Σχολείο Πετρουπόλεως, ο τόπος του εγκλήματος. Όταν μπήκε μέσα στο γραφείο των καθηγητών, ανάτραπηκαν όλα στη ζωή του. Η Βασιλική καθισμένη στο γραφείο της, διόρθωνε μερικά γραπτά των μαθητών της. Μόλις την αντίκρυσε τα έχασε. Δεν της μίλησε όμως. Ήθελε να δει αν και εκείνη τον θυμόταν. Στο μυαλό του, αμέσως ήρθε η εικόνα της από τα χρόνια του σχολείου. " Έχει αλλάξει, αλλά είναι πανέμορφη " η πρώτη του αυθόρμητη σκέψη. Ξεκίνησε να καταγράφει τα μοντέλα των υπολογιστών ώσπου εκείνη σηκώθηκε από τη θέση της. Όταν πέρασε από μπροστά του, τον κατάλαβε αμέσως. "Διονύση;" είπε ξαφνιασμένα. "Βασιλική; Δε σε γνώρισα... Eδώ εργάζεσαι;" απάντησε εκείνος. Ο ανδρικός του εγωισμός δηλαδή... Μετά από περίπου δέκα λεπτά σύντομης κουβέντας με γενικές πληροφορίες για τις ζωές τους, αντάλλαξαν τηλέφωνα. "Το καλοκαίρι αν ανέβεις πάνω, μη διστάσεις να μου τηλεφωνήσεις. Θα χαρώ πολύ να τα πούμε" της είπε φεύγοντας. Η Βασιλική απλά χαμογέλασε...
   Και ήταν εκείνο το καλοκαίρι του 2011 που ξαναβρέθηκαν οι δυο τους μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια. Στην αρχή διστακτική εκείνη. Στο πρώτο τους καφέ, στην πλατεία Αριστοτέλους δεν του είπε σχεδόν τίποτα για τη ζωή της. Οι λόγοι πολλοί και διάφοροι. Είχε κουραστεί ψυχολογικά μέσα της. Διαισθανόταν όμως πως απέναντι της είχε έναν άνθρωπο με καλές προθέσεις. Δεν άργησε να του ανοιχτεί. Ολόκληρο το καλοκαίρι συνομιλούσαν στο τηλέφωνο. Του τα είπε όλα... Για τις σπουδές της, τη γνωριμία με τον άντρα της, το γάμο τους, το παιδί που απέκτησε μαζί του, για τα όνειρα που είχε... Όμως μετά τη γέννηση του μικρού Παναγιώτη, όλα άλλαξαν... Εντάσεις και καυγάδες σε καθημερινή βάση. Αφοσιώθηκαν και οι δύο στο παιδί και στις δουλειές τους. Απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλον, μέχρι που ήρθε το διαζύγιο. Ο Διονύσης από τις πρώτες τους κουβέντες ένιωσε την εμπιστοσύνη της. Έβλεπε μια γυναίκα που ήθελε να συζητήσει και να βγάλει από μέσα της, ότι είχε μαυρίσει την ψυχή της. Φίλους είχε ελάχιστους πια. Η γονείς και τα αδέρφια της, ζούσαν στη Θεσσαλονίκη. Ένιωθε μόνη στην Αθήνα και εκείνος το κατάλαβε... Τον επόμενο Οκτώβρη, είχε ωριμάσει πια μέσα τους αυτό που πραγματικά ένιωθαν. Στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, ένα βροχερό απόγευμα, έδωσαν το πρώτο τους φιλί. Εκείνη δυσκολευόταν να πιστέψει αυτό που ζούσε. Ήθελε χρόνο για να ηρεμήσει και να συνεχίσει τη ζωή της. Ήταν και ο μικρός που σκεφτόταν διαρκώς. Δε ζούσε μόνη. Μ' έναν γιο έξι ετών δεν είχε και πολλά περιθώρια. Η σχέση τους παρέμεινε κρυφή. Κανείς δεν ήξερε, μόνο οι δυο τους. Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς συζήτησαν επί της ουσίας. ¨Θα μείνω εδώ να μαζέψω όσα χρήματα μπορώ. Στην Αθήνα έψαξα για δουλειά, αλλά δεν υπάρχει τίποτα για την ώρα. Μετά θα έρθω κάτω μόνιμα. Θα το κάνω για εμάς. Θα μου λείπεις πολύ... Δύο σαββατοκύριακα κάθε μήνα θα έρχομαι με το αεροπλάνο να σε βλέπω. Ο μικρός θα είναι με τον πατέρα του και θα έχουμε το χρόνο μας. Έτσι δε θα πιεστείς ως προς το παιδί... Θα κάνουμε υπομονή και κάποια μέρα, όταν νιώσεις έτοιμη θα μου τον γνωρισείς. " της είχε πει εκείνος. Η Βασιλική ήταν άνθρωπος που δε λειτουργούσε με το ένστικτό της, αλλά τον είχε ερωτευτεί τρελά και ήθελε να ζήσει μαζί του. "Δε θα βιαστούμε. Ξέρω ότι θα με σεβαστείς και θα με περιμένεις. Το παιδί είναι μικρό ακόμη..." του απάντησε εκείνη. Τα επόμενα δύο χρόνια μέχρι και σήμερα ζούσαν ο ένας για τον άλλον. Η οικονομική κρίση ήταν εμπόδιο για τον Διονύση και αναγκαζόταν να ζει χώρια από την αγαπημένη του. Είχε μια δουλειά που του έδινε κάμποσα χρήματα. Στην Αθήνα η μόνη του επιλογή ήταν να εργαστεί, εποχιακά, σε εστιατόριο οικογενειακού του φίλου. Ποιός όμως θα έπαιρνε τέτοιο ρίσκο στην Αθήνα... Η Βασιλική μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα στο παιδί και στη δουλειά. Η κρίση "χτύπησε" και εκείνη με τη μείωση των μισθών... Κι όμως άντεξαν... Έπαιρναν και έδιναν δύναμη, ο ένας στον άλλον. Υπήρξαν και στιγμές που δοκιμάστηκε η αντοχή τους, αλλά δε σκέφτηκαν στιγμή να χωρίσουν. Ο καιρός κύλησε γρήγορα. Σήμερα το πρωί εκείνος πήγε στο γραφείο του χαρούμενος. Περίμενε να τελειώσει η βάρδια του και να ετοιμαστεί για το ταξίδι. Όμως ένας συνάδελφος του αρρώστησε και έπρεπε να τον αντικαταστήσει. "Άλλες δυο βδομάδες υπομονή" σκέφτηκε όταν περνούσε την πόρτα του σπιτιού του.
  Η ώρα κόντευε τέσσερις το απόγευμα. Δεν τόλμησε να ενοχλήσει την καλή του. Η Βασιλική αυτή την εβδομάδα ήταν στην απογευματινή βάρδια και δεν ήθελε να την αναστατώσει. Επί μία ώρα καθισμένος στο καναπέ του σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν τις στιγμές που έζησε μαζί της. Τις διήμερες αποδράσεις τους, το γέλιο της , το χάδι της... " Όχι, δεν μπορώ να ζήσω άλλο έτσι..." σκέφτηκε και πηγαίνει βιαστικά προς το μικρό του γραφείό. Κάθεται στην καρέκλα και ανοίγει τον υπολογιστή του. Πηγαίνει στην ηλεκτρονική του αλληλογραφία και ξεκινά να γράφει...
"Αγαπημένη μου, επέλεξα να επικοινωνήσω μαζί σου με αυτόν τον τρόπο γιατί δεν είχα το κουράγιο να σου τηλεφωνήσω. Σήμερα μου ακύρωσαν την άδεια... Στεναχωρήθηκα, πικράθηκα μα τώρα που σου γράφω αυτό το μήνυμα, έχω πεισμώσει. Έχουν περάσει πάνω από δύο χρόνια Βασιλική. Σήμερα αυτό που έγινε ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Έχουμε κάνει τεράστια υπομονή και οι δυο μας. Όμως δεν αντέχω άλλο να ζω έτσι. Μου λείπεις πάρα πολύ πια... Τόσο, όσο να φαίνεται και μόνο από το βλέμμα μου. Δεν μπορώ να βάζω τα χρήματα, πάνω απ' αυτό που νιώθω για σένα. Πήρα μία απόφαση που ίσως σε τρομάξει, αλλά θέλω να ξέρεις ότι είναι συνειδητή επιλογή. Θα δηλώσω παραίτηση... Δε θέλω να πανικοβληθείς. Τα χρήματα που έχω μαζέψει είναι ήδη αρκετά. Τα λεφτά έρχονται και φεύγουν από τη ζωή μας συνεχώς αγάπη μου. Οι άνθρωποι που μας σημαδεύουν όμως, μόνο μία φορά. Θα έρθω μόνιμα κάτω... Θα είναι δύσκολο στην αρχή, αλλά δεν θ' αντέξω αν συνεχίσω έτσι. Κι αυτό θα είναι η καταστροφή μου. Τα υπόλοιπα θα τα πούμε όταν τελειώσεις τη δουλειά... Σε φιλώ και σ' αγαπώ...". Κλείνει τον υπολογιστή του. Ήξερε πια, τι έπρεπε να κάνει...
  Αρκετές ώρες αργότερα, η Βασιλική επιστρέφει στο σπίτι της. Ένιωθε ότι θα βρει μήνυμα στον υπολογιστή της. Μόλις το διάβασε σοκαρίστηκε. Ακόμη και ο μικρός της, το κατάλαβε. Του τηλεφώνησε αρκετές φορές, αλλά το κινητό του ήταν απενεργοποιημένο. "Ίσως κοιμάται" σκέφτηκε. "Θεέ μου, τι πάει να κάνει... Κι αν το μετανιώσει;" μονολογούσε... Για περίπου μία ώρα προσπαθούσε να συνέλθει και εκείνος άφαντος... Έβαλε τον γιο της για ύπνο και επιχείρησε να καλέσει το αφεντικό του. Ήταν ανήσυχη... Όχι για πολύ όμως... Μόλις πήρε το ακουστικό στα χέρια της, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Από το άγχος της, δε ρώτησε καν ποιος ήταν. Όταν άνοιξε την πόρτα, αντίκρισε απέναντί της τον Διονύση δακρυσμένο... "Ήρθα αγάπη μου... Ήταν η τελευταία πτήση που κάνω... Ήρθα για να μείνω... Σ' αγαπώ" ψέλλισε... Η Βασιλική έπεσε στην αγκαλιά του και ξέσπασε σε λυγμούς.... Το φιλί τους, με δάκρυα στα μάτια, έδειξε το αυτονόητο,για εκείνους... Ότι ο έρωτας τους, ήταν ανίκητος...".


Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

ΤΟΥΣ ΦΟΒΟΥΣ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ



Η νοσταλγία, δρόμος μοναχικός
που περπάτησα.
Δίχως γυρισμό, σαν από καιρό
χαμένες οι σκέψεις.
Μια πληγή, μου θυμίζει διαρκώς,
όσα πίσω μου άφησα.
Πως για κάτι τόσο φανερό,
στο τέλος να λαθέψεις.

Τους φόβους μου τους αγάπησα,
γιατί μόνο -ποτέ-δε μ’αφήσαν.
Μ' έμαθαν -της μοναξιάς- να νικώ
τ’ άγριο το σκοτάδι.
Κι όλα τα όνειρα που κουβάλησα,
άστρα έγιναν που δε 'σβήσαν.
Κι απόψε με ένα τρόπο μαγικό,
γλυκό τους δίνω χάδι.

Οι φωνές στα βάθη της ψυχής,
ηχώ- μιας υπόσχεσης παλιάς.
Λόγια που ντύθηκαν με σιωπή,
σαν λευκό μέσα στο μαύρο.
Κι εσύ Μοίρα να φανερωθείς,
με στοργή μητρικής αγκαλιάς.
Να μη λησμονήσω όσα έχω πει
και πριν φύγω, κουράγιο να ‘βρω...



Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

ΤA ΔΑΚΡΥA ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ



 Κάθε που γεννιέται ένα παιδί...
 Στη γη πέφτει κι ένας Άγγελος
 Στο πρώτο του χαμόγελο
 Το πρώτο του φτερούγισμα
 Φύλακας στέκεται στο πλευρό του
 Αιθέρια ασπίδα το ντύνει
 Προστάτης και φρουρός.

 Μα σαν το σάλπισμα της μοίρας
 Σκληρό είναι και βίαιο
 Όταν ο μαύρος καβαλάρης
 Κόβει το ασημένιο νήμα
 Aγγέλων δάκρυα πέφτουν στη γη
 Το πρώτο καλωσόρισμα
 Στην καθάρια ψυχή
 Που κατέφθασε στη χώρα τους...


Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Η ΝΥΧΤΑ ΕΧΕΙ Τ’ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ




 -Οι σκέψεις μου αφέθηκαν ελεύθερες
  Πουλιά που ξενιτεύονται στη Γη σου
  Κι εσύ κόρη περήφανη, με θωρείς
  Τη σιωπή ακουμπά το κοίταγμα σου

  Τη μορφή σου ‘μπρος μου σαν έφερες
  Πόθος ζοφερός να γίνω και πληγή σου
  Υπόσχεση, που στην αυγή θα μ’αναιρείς
  Μα τώρα πια η νύχτα έχει τ’όνομα σου

  Μια αλήθεια χαραγμένη, πάνω σε φιλί
  Κι ο έρωτας μες στις σκιές να πλανάται
  Χρυσή λαβωματιά πάνω στο κορμί μου
  Ανάσα κοφτή ψελλίζει-“Είμαι δικιά σου”

  Έχουν οι στιγμές μας, δύση κι ανατολή
  Μα η ψυχή αυτό που βαστά δε φοβάται
  Μες στο σκοτάδι έγινες η αφορμή μου
  Και τώρα πια η νύχτα έχει τ’όνομα σου-


Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

ΕΝ ΛΕΥΚΩ



Μοιάζουν οι ζωές μας με ρίσκο
Μα αν δε παλέψεις, τι αξία έχει
Πάντα δυο λέξεις θα εφευρίσκω
Να ταΐζω τη ψυχή μου, ν'αντέχει

Λευκό έντυσαν το χαμόγελο μου
Η αγάπη βροντοφωνάζει παρόν
Κι αν είναι αλήθεια για καλό μου
Τότε γιατί απόψε είσαι πάλι απών

Ελπίδα τύλιξα γύρω απ’ τις σκέψεις
Όταν στο όριο θα φτασει η αντοχή
Να’ρχεσαι,το νου μου να γιατρέψεις
Φωτιά να γίνεις, να γίνω η βροχή

Τα όνειρα που μου έταξαν πολλοί
Κράτησε τα, μυστικά φυλαγμένα
Κι ότι θες να πεις, καν το με το φιλί
Λόγια κι αν άκουσα,είναι ξεχασμένα

Εν λευκώ κι αν ζω, ένα μόνο ξέρω
Όσα πάνε κι όσα 'ρθούνε στο μετά
Αν νιώσω, αν καώ κι αν υποφέρω
Χρόνια δίχως έρωτα, χρόνια βαρετά..



Τρίτη 31 Μαρτίου 2015

ΦΛΟΓΑ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ



 Γύρω από τη μαύρη λίμνη σύρθηκαν οι μνήμες 
 Εκεί που βασιλεύει η χρυσό-πορφυρή ματιά της
 Άνεμος -πιστός εραστής- γαληνεύει τα νερά της
 Μα πάνω τους είδωλα ξεφτίζουν και χάνονται

 Καρτέρι στήνει το βλέμμα , μα είναι μέρες δρίμες
 Τη μορφή της αποφεύγεις και τη λαβωματιά της
 Σαν σειρήνας κάλεσμα, ξεγελούν τα δάκρυά της
 Σε παγίδα αόρατη, οι σκέψεις σου τώρα πιάνονται

 Την παγερή της όψη σκεπάζει η μάσκα του πόνου
 Της ζωής σου ο μίτος, ξετυλίγεται μπροστά της
 Ραγίζουν οι φωνές βαθιά μέσα σου και ξεσπούν
 Μα πάντα -η Μοίρα- με το χρόνο θα ερωτοτροπεί

 Στης ψυχής το άβατο είν’ η αίθουσα του θρόνου
 Ουδείς-μηδέ κι εκείνη- πάτησε ποτέ τα σκαλιά της
 Της καρδιάς σου οι χτύποι εκεί μέσα κατοικούν
 Μια θύμηση -ανέγγιχτη- ρίχνει φλόγα στη σιωπή...




Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

ΠΑΡΕ ΜΟΡΦΗ



Λένε πως, στη χώρα εκείνη που κατοικείς
Γνέθεις το νήμα κι αερικό είσαι του χρόνου
Στο δάκρυ σε βάφτισαν μάγισσα του πόνου
Φως και σκοτάδι. Σαν λυτρώνεις κι αδικείς

Έχω δει τα πρόσωπά σου, μα δε σε γνωρίζω
Έχω νιώσει τα φιλιά σου, μα δεν νοσταλγώ
Πληγές γίνανε τα λόγια σου και τα τραγουδώ
Είσαι πάντα εκεί, μα τη μορφή σου δεν ορίζω

Κάλεσμα σου κάνω απόψε κι έλα εμπρός μου
Κι όλα εκείνα που κρατάς, εγώ να σου χαρίσω
Αγάπη κι Έρωτα, Χαρά και Λύπη να σε ντύσω
Κι όταν τα νιώσεις,φύγε σαν να ‘σαι εχθρός μου

Ίσως τότε να έβλεπες κι εσύ γιατί μες στη ζωή
Άλλοι νιώθουν πως, είσαι η σκιά που πλανάται
Ψυχρή και αδίστακτη, που στιγμή δεν λυπάται
Κι όμως, πρέπει έτσι κανείς να ‘χει μάθει να ζει

Κι άλλοι πολλοί θα είπαν πως, είσαι ευλογημένη
Αν με τα χρόνια, σε δρόμους ευτυχίας τους πας
Μα στ’αλήθεια δε ξέρω αν φτιάχνεις ή σκορπάς
Μα ούτε για ποιάν αιτία είσαι κι εσύ φτιαγμένη

Φανερώσου σε μιαν ευχή στερνή που θα κάνω
Δείξε τη μορφή σου κι ας είμαι εγώ κοινός θνητός
Φανερώσου κι έλα δείξε μου ποιος είν’ ο σκοπός
Και σε ποιαν έξαψη θεϊκή γεννήθηκες επάνω...



Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

PAIN vs LOVE



 Σ’αναζητώ στη σιωπή-εκείνη-που γεννήθηκε,
 σαν ακούμπησα στερνή, τα δυο σου χείλη...
 Ψιθυρίζω τ'όνομά σου και μ’αποκρίθηκε
 η Μοίρα-πως ξανά, τον πόνο θα μου στείλει...

 Πάνω στο είδωλο, ξάφνου χαράχτηκαν
 ξεχασμένα σημάδια της νιότης μου...
 Οι εμμονές και οι φόβοι, απαλλάχτηκαν
 από το βάρος της βεβαιότης μου...

 Τα δάκρυα, μιας ανάμνησης είναι οι αλυσίδες
 που θα σέρνω στο γαϊτανάκι των σκέψεων...
 Κι αν ποτέ σου- μέσα μου χάθηκες- θα είδες
 πως ο πόθος, είναι ο δήμιος των λέξεων...

 Τη στιγμή εκείνη, που ο χρόνος ηττάται,
 νέκταρ ηδονής που γέννα την αθανασία...
 Έρωτας. Αδάμαστος ορμή που δεν αιτιάται
 μα η Λήθη σε δικάζει για εσχάτη προδοσία...